Ζάκυνθος 1818 - 1828
Επιστρέφοντας εικοσάχρονος ο Διονύσιος Σολωμός στη Ζάκυνθο θα ξαναβρεί τα πρόσωπα και τους τόπους που είχε αγαπήσει και νοσταλγήσει και, κυρίως, τη μητέρα του. Στην αρχή θα μείνει μαζί της και μαζί με την οικογένεια Λεονταράκη στο σπίτι της Παλιάς Βρύσης. Στη συνέχεια θα συγκατοικήσει με τον Δημήτριο και την οικογένειά του στο πατρικό αρχοντικό, το Ντομενικάλε, που βρισκόταν πολύ κοντά στη σημερινή Πλατεία του Αγίου Μάρκου (Πλατύφορος). Παράλληλα όμως, από το 1824 και μετά, θα μένει για μεγάλα διαστήματα στο εξοχικό του φίλου του Γεωργίου Δε Ρώσση στο Ακρωτήρι.
Η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα του μικρού νησιού δεν πρέπει να ήταν είναι εύκολη. Στα δέκα χρόνια απουσίας του Σολωμού πολλά έχουν αλλάξει. Καταρχάς, η πολιτική κατάσταση στα Επτάνησα και τη Ζάκυνθο. Το 1808, δηλαδή τη χρονιά που φεύγει από τη Ζάκυνθο, τα Επτάνησα ανήκουν στους Γάλλους. Το πέρασμα τους από την παλιά αποικία της Γαληνοτάτης θα αφυπνίσει τις φιλελεύθερες ιδέες και θα συμβάλει στην οργάνωση του κράτους και των θεσμών. Ωστόσο, η παρουσία τους θα είναι σύντομη: την επόμενη χρονιά (1809) η Ζάκυνθος θα καταληφθεί από τους Άγγλους, οι οποίοι το 1815 θα κυριεύσουν και την Κέρκυρα, επιβάλλοντας το καθεστώς της «προστασίας» στα Επτάνησα. Το 1818 που επιστρέφει ο Σολωμός, οι φιλελεύθερες τάσεις έχουν υποστεί βαρύτατο πλήγμα από το απολυταρχικό Σύνταγμα του 1817, την ψήφιση του οποίου είχε προωθήσει ο αυταρχικός άγγλος Αρμοστής στα Επτάνησα Τόμας Μέτλαντ (Thomas Maitland, 1817-1824).
Επιστρέφοντας, λοιπόν, ο Σολωμός στη Ζάκυνθο, η πολιτική κατάσταση που βρίσκει είναι αποκαρδιωτική. Στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων, η δεκάχρονη απουσία ασφαλώς είναι μεγάλη, ιδίως όταν συμπίπτει με τη δεύτερη δεκαετία της ζωής ενός ανθρώπου. Οι ανθρώπινοι δεσμοί που είχαν δημιουργηθεί θα πρέπει τώρα να επαναπροσδιοριστούν. Δεν ξέρουμε πώς έγινε η επανασύνδεση του Σολωμού με την μητέρα του. Πάντως, με τη νέα οικογένειά της, η οποία είχε στο μεταξύ διευρυνθεί με τη γέννηση του Σπυρίδωνα, της Αννέτας και της Τζόγιας, ο Σολωμός πρέπει να ανέπτυξε μια κάποια σχέση, εφόσον ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας του, ο Εμμανουήλ Λεονταράκης, θα αποτελέσει μέλος της παρέας στην οποία θα κινηθεί και ο ίδιος τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της επιστροφής του. Η παρέα περιλαμβάνει πρόσωπα οικεία από το παρελθόν και πρόσωπα καινούρια: τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Αντώνιο Μάτεσι, τον κόντε Παύλο Μερκάτη, τον γιατρό Διονύσιο Ταγιαπιέρα(Tαλιαπέτρας), τον φιλικό Ανδρέα Κομιώτη, τον Σπυρίδων Τρικούπη, τον λόρδο Γκίλφορντ (Frederic North Guilford), τον δικηγόρο Ιωάννη Γαλβάνη, τον Λοδοβίκο Στράνη, τον λογοτέχνη Γεώργιο Τερτσέτη, τον Διονύσιο Ροΐδη, τον ιταλό πρόσφυγα και γραμματικό Γκαετάνο Γκρασέτι (Caetano Grassetti). Σιγά σιγά οι φιλίες θα αυξηθούν και κάποτε θα βαθύνουν, όπως στην περίπτωση του Γεωργίου Δε Ρώσση και του Νικολάου Λούντζη, οι οποίοι θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Σολωμού.
Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο εικοσάχρονος Σολωμός στο πρώτο διάστημα της επιστροφής του στη Ζάκυνθο σκεφτόταν σοβαρά να επιστρέψει στην Ιταλία και συνέχισε να έχει στραμμένο το βλέμμα του προς τα εκεί. Ωστόσο, τελικά επικράτησε το γενέθλιο νησί. Η απόφαση του Σολωμού να ασχοληθεί με την ποίηση –είτε συνεχίζει να γράφει ιταλόγλωσσα ποιήματα είτε δοκιμάζει και τις ικανότητές του στην νεοελληνική γλώσσα– πρέπει να θεωρείται μάλλον εξαρχής δεδομένη και μάλιστα ανεξάρτητη από την επιλογή του τόπου μόνιμης εγκατάστασης. Από την άλλη, η απόφαση να γίνει έλληνας ποιητής και μάλιστα εθνικός πρέπει να ωριμάζει σταδιακά, παράλληλα και με την εξοικείωσή του με το γλωσσικό όργανο και τη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση• και πάντως δεν μοιάζει συντελείται πριν από το 1822-1823. Στην απόφασή του αυτή θα συμβάλουν διάφοροι παράγοντες (π.χ. η επανάσταση στην Ελλάδα, οι φιλελεύθερες ιδέες του, η ιταλική ρομαντική παιδεία, το άμεσο περιβάλλον και το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι,) ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξει, όπως πάντα, η συγκυρία (η συνάντηση με τον Τρικούπη και, λίγο αργότερα, η αρνητική βιβλιοκρισία του Μοντάνι για τη συλλογή Rime Improvvisate).