Μικρός απολογισμός 1818 - 1828

Τα χρόνια της Ζακύνθου, από το 1818 ως το 1828, δείχνουν την έντονη κινητικότητα του νεαρού Σολωμού. Καταρχάς κινητικότητα συγγραφική αλλά και εκδοτική, την οποία σήμερα δύσκολα μπορούμε να εικάσουμε, εξαιτίας της επίγνωσης του ανολοκλήρωτου χαρακτήρα του μεγαλύτερου μέρους του σολωμικού έργου. Χαρακτηριστική ακριβώς της δυναμικής και των προθέσεων του Σολωμού στο ξεκίνημά του είναι η επιστολή του προς τον Ανδρέα Λουριώτη, γραμμένη στις 20 Μαΐου 1824: «Ο κοινός μας φίλος Τρικούπης με παρακινεί ν’ απευθυνθώ σε σας στην περίπτωση που ο κύρ. Λοδοβίκος Στράνης θα έχει φύγει από το Λονδίνο. Σας γράφω λοιπόν τα ίδια πράματα. Μια ελληνική ωδή για την Ελευθερία έρχεται στο Λονδίνο για να τυπωθεί, και θέλουν να την τυπώσουν με έξοδα του Κομιτάτου. Σας παρακαλώ ωστόσο να πάτε πρωτύτερα στον εκδότη Mur(ray), να του δώσετε το χειρόγραφο, για να βάλει να το εξετάσει κάποιος που μπορεί να έχει γνώμη σε τέτοια ζητήματα, και, αν θελήσει, να του πουλήσετε το χειρόγραφο. Κι αν αυτό δεν μπορέσει να γίνει τούτη τη φορά, επειδή είναι η πρώτη που τ’ όνομά μου παρουσιάζεται στη δημοσιότητα, τότε ας τυπωθεί με έξοδα του Κομιτάτου. Και σεις λάβετε τον κόπο να μου ανοίξετε αλληλογραφία με τον κύριο Mur(ray), ώστε να συνεννοηθώ απευθείας μαζί του για ό,τι θα τυπώνω από δω κι εμπρός. Έχω ένα σύνθεμα για το θάνατο του Μπάιρον, ένα ποίημα σε έξι άσματα σε οχτάστιχες στροφές και άλλα. Σας παρακαλώ θερμά: παρακολουθήστε το τύπωμα ώστε να μη μου αλλάξουν ούτε ένα κόμμα.» (Πολίτης 1991: 70 το πρωτότυπο στα ιταλικά). Η επιστολή γράφεται βέβαια στο πλαίσιο των ενεργειών που γίνονται για να τυπωθεί ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν στο Λονδίνο. Θα φθάσει δε στον Λουριώτη μέσω του φιλέλληνα Πιέτρο Γκάμπα (Pietro Gamba), ο οποίος πηγαίνει στην Αγγλία με το πλοίο «Φλόριντα» συνοδεύοντας τη σορό του Μπάιρον. Τελικά ο Λουριώτης δεν θα κατορθώσει να προωθήσει το χειρόγραφο στο Λονδίνο και θα το στείλει στον Χριστόδουλο Κλονάρη, στο Παρίσι, ο οποίος, με τη σειρά του θα το προωθήσει στον εκδότη Firmin Didot. Έτσι, το 1825 ο Ύμνος θα εκδοθεί στο τέλος του δεύτερου τόμου των Δημοτικών τραγουδιών του Φοριέλ (Fauriel), στη γαλλική μετάφραση του Ζυλιέν. Το γράμμα, πάντως, εκτός από τις πληροφορίες που παρέχει σχετικά με το ποίημα του Ύμνου, αποκαλύπτει και τη ρητή πρόθεση του Σολωμού να τυπώσει και να τυπώνει τα έργα του, και μάλιστα σε εκδότη μεγάλου κύρους και εμβέλειας, όπως ο φημισμένος John Murray, εκδότης και του διάσημου ποιητή Byron.

Αντίστοιχη φιλοδοξία, να καταξιωθεί ως ευρωπαίος ποιητής, αποκαλύπτει η έγνοια του Σολωμού να στείλει τα έργα του στον Γκαίτε: «Πολύ θα το ’θελα αν το ποίημα αυτό [=τον Ύμνο], καθώς και το άλλο [=για τον Μπάιρον] βρισκόταν τρόπος να τα στέλναμε από μέρος μου στον Γκαίτε» (Πολίτης 1991: 105 το πρωτότυπο στα ιταλικά). Η αλληλογραφία του αυτών των χρόνων δείχνει επίσης τη μέριμνά του να κρατήσει την επαφή τόσο με την Ιταλία όσο και με την υπόλοιπη Ευρώπη μέσω και των διαβασμάτων του. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή με την οποία ζητά από τον φίλο του Λοδοβίκο Στράνη να του προμηθεύσει από τη Βενετία δύο βιβλία του μαχητή του ρομαντισμού Eρμές Βισκόντι (Idee elementari sulla poesia romantica, και Dialogo di Ermes Visconti sulle unità drammatiche di tempo e di luogo), τον Φάουστ του Γκαίτε, σε γαλλική μετάφραση και το τρίτομο Voyage historique et littéraire en Angleterre et en Écosse, του γιατρού και φιλόλογου Amèdèe Pichot, το οποίο μόλις είχε κυκλοφορήσει: Παρίσι, 1825.

Εκτός από την έντονη συγγραφική και εκδοτική κινητικότητα του Σολωμού κατά τα χρόνια της ζακυνθινής διαμονής τους, μεγάλη είναι και η κοινωνική του εξωστρέφεια: συμμετοχή στις βραδιές αυτοσχεδιασμού πρωταγωνιστής στο σκηνικό από το οποίο προκύπτουν οι γελαστικές σάτιρες για τον Ροΐδη ανάδοχος του Στέφανου Βούλτσου φιλοξενούμενος στο σπίτι της οικογένειας Δε Ρώσση συνεργασία με στενούς φίλους όπως ο Δε Ρώσσης και ο Στράνης σε θέματα που αφορούν άμεσα το ποιητικό του έργο (ο Δε Ρώσσης, για παράδειγμα, θα είναι ο ακούραστος γραμματικός που θα συντάξει τρία τουλάχιστον αντίγραφα της ωδής για τον Μπάιρον). Έντονη είναι επίσης η διάθεσή του να συμμετάσχει, παίζοντας έναν κάποιο ρόλο, στην κοινωνική και πνευματική ζωή της Ζακύνθου: συστήνει στον λόρδο Γκίλφορντ, ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας, τον ζακυνθινό Ιωάννη Κορκό ως καθηγητή της ιατρικής, ή τον Γκαετάνο Γκρασέτι, ως καθηγητή της λατινικής και ιταλικής γλώσσας αναλαμβάνει να εκφωνήσει στα ιταλικά ένα «Εγκώμιο για τον Ούγο Φόσκολο» («Elogio di Ugo Foscolo») στην μητρόπολη των καθολικών στη Ζάκυνθο.

Ο Σολωμός προσπαθεί να βρει τον δρόμο του ως ποιητής και να προσδιορίσει τη θέση του σε σχέση με την κοινωνία της Ζακύνθου και τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Επιχειρεί επίσης με βάση την ταυτότητα του έλληνα εθνικού ποιητή να συνομιλήσει με τους ευρωπαίους ομόλογούς του. Και όλα αυτά με σημείο αναφοράς την κορυφαία στιγμή του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, την οποία θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει αλλά και να υπερβεί ποιητικά. Για κάποιους λόγους, όμως, τα πράγματα δεν θα πάνε τελικώς και τόσο καλά και πάντως όχι σύμφωνα με τις προσδοκίες και τα ρητά ή διαφαινόμενα σχέδια. Η επιτυχία του Ύμνου δεν θα έχει συνέχεια: δεν θα βρεθεί εκδότης για την ωδή Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον και ανέκδοτος θα μείνει επίσης ο μάλλον ολοκληρωμένος «Διάλογος» για τη γλώσσα. Ο «Λάμπρος» δεν θα μπορέσει να μετασχηματιστεί σε κάτι μεγαλύτερο και να ολοκληρωθεί. Ανολοκλήρωτη θα μείνει και η ωδή για τον Μπότσαρη. Ούτε η οργή που πυροδοτεί την αρχική σύλληψη της Γυναίκας της Ζάκυθος θα εκτονωθεί επαρκώς αλλά ούτε και η ποιητική σύνθεση που την υλοποιεί ανυψώνοντάς την θα δικαιωθεί, αφού το έργο προς το παρόν μένει ανολοκλήρωτο και μεταφέρεται στην Κέρκυρα. Στο μεταξύ η ωδή για τον Μπάιρον θα γίνει αντικείμενο αυστηρής αυτοκριτικής και τα χειρόγραφα τετράδια που περιέχουν τις επεξεργασίες της (Ζακύνθου αρ. 10 και Εθνικής Βιβλιοθήκης Φ 92) μάρτυρες της διαμόρφωσης μιας νέας, ωριμότερης ποιητικής. Ο ποιητής είναι συνεπής με τις ποιητικές αρχές του και τις φιλοδοξίες του. Καλλιεργεί συστηματικά το πνεύμα του και οξύνει ολοένα τα εκφραστικά εργαλεία του. Είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Δουλεύει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα δημοσιεύει. Από την άλλη, ούτε η κοινωνική πραγματικότητα ούτε το άμεσο και, κυρίως, το οικογενειακό περιβάλλον δεν του διασφαλίζουν ένα θετικό πλαίσιο ή έστω την απαραίτητη ψυχική ηρεμία.