Rime Improvvisate

Από τα ογδόντα σονέτα που περιέχονται στο σολωμικό τετράδιο (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη) προέκυψε η συλλογή τριάντα σονέτων η οποία κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα το 1822 με τίτλο Rime Improvvisate (Αυτοσχέδιες Ρίμες) και επανεκδόθηκε το 1823. Από τον Πρόλογο της συλλογής, που έχει τη μορφή αφιερωτικής επιστολής προς τον Φόσκολο και που υπογράφεται από τον Λοδοβίκο Στράνη, φαίνεται ότι η δημοσίευση των σονέτων έγινε χωρίς την έγκριση του δημιουργού τους: «[...] Α Voi dunque credo, più che ad altri, di dover dedicare questi versi improvvisati da lui in presenza dei più colti del nostro paese, e spero che l’uso che ne fo mi farà perdonare dall’amico il furto del manoscritto. […]» [= Σε Σας λοιπόν περισσότερο από κάθε άλλον νομίζω ότι πρέπει ν’ αφιερώσω τους στίχους τούτους που εκείνος αυτοσχεδίασε μπροστά στους πιο μορφωμένους του τόπου μας, κι ελπίζω ο τρόπος που τους χρησιμοποιώ να κάμει το φίλο μου να με συχωρέσει που του έκλεψα το χειρόγραφο] (Πολίτης 1979: 300, 301). Πρόκειται όμως για τέχνασμα –το γνωστό τέχνασμα της δημοσιοποίησης ενός πνευματικού/λογοτεχνικού έργου κρυφά από τον δημιουργό του– γιατί στο χειρόγραφο τετράδιο που συγκεντρώνει τα ογδόντα σονέτα είναι φανερό ότι ο ίδιος ο Σολωμός έχει προχωρήσει στην επιλογή των τριάντα σονέτων της συλλογής, διορθώνοντας, ξεχωρίζοντας και αριθμώντας όσα τελικώς εντάχθηκαν σε αυτήν. Ο λόγος της χρήσης του τεχνάσματος στην περίπτωση των Rime Improvvisate πρέπει πιθανόν να αναζητηθεί στο μειωμένο κύρος αυτής της ποίησης, η οποία πλέον δεν ενδιαφέρει ούτε και για τις αρετές που έχει να επιδείξει, δηλαδή: μαεστρία στην τέχνη του στίχου, γνώση της ποιητικής παράδοσης, συνδυαστική και αναπλαστική ικανότητα, ταχύτητα στη σύνθεση. Δεν αποκλείεται, επίσης, ο λόγος που ο Σολωμός θέλει να αποστασιοποιηθεί από την πλέον απαξιωμένη αυτοσχεδιασμένη ποίηση να συνδέεται με την απόφασή του να ασχοληθεί συστηματικά με την ελληνόγλωσση ποίηση, όπως δηλώνεται στην αφιερωτική επιστολή/πρόλογο του Στράνη (και του Σολωμού): «Κατά τ’ άλλα ο φίλος μου δε χρησιμοποιεί την ιταλική ποίηση παρά μόνο αυτοσχεδιάζοντας για να ευχαριστήσει τους φίλους του, κι όλη του η φροντίδα είναι να διαμορφώσει τη νέα ελληνική γλώσσα, ένα έργο που το περιμένουν όλοι όσοι είναι ευαίσθητοι στην πατριωτική τους φιλοτιμία με ανυπομονησία και με αγωνία για την παραμικρή καθυστέρηση.» (Πολίτης 1979: 301).

Διαβάζοντας βέβαια κανείς αυτές τις γραμμές με την επίγνωση ότι είναι ο ίδιος ο ποιητής που μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, εύλογα αναρωτιέται γιατί άραγε ο Σολωμός αποφάσισε να τυπώσει (και την επόμενη χρονιά, το 1823, να ξανατυπώσει) τα αυτοσχέδια αυτά ποιήματα τη στιγμή που τα αντιμετωπίζει απλώς ως παιγνίδι ενώ συγχρόνως ο ίδιος είναι αφοσιωμένος στην υπόθεση της διαμόρφωσης της νεοελληνικής ποιητικής γλώσσας. Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στη μεταιχμιακή στιγμή στην οποία βρίσκεται ο Σολωμός. Έχει επιστρέψει στη Ζάκυνθο αλλά εξακολουθεί να είναι στραμμένος και προς στη Ιταλία με την οποία συνεχίζει να συνομιλεί. Έχει ξεκινήσει τη διαδρομή προς την κατάκτηση της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης και γλώσσας από την οποία είχε αποκοπεί, αλλά η διαδρομή μοιάζει να έχει μεγάλο μάκρος. Η πλάστιγγα έχει αρχίσει να γέρνει υπέρ της γενέθλιας γης και γλώσσας, αλλά οι διεργασίες που χρειάζονται για να απαντηθούν τα διλημματικά ερωτήματα (Επτάνησα ή Ιταλία; έλληνας ή ιταλός ποιητής;) δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Ασφαλώς όμως είναι ποιητής• προς το παρόν και ιταλός και έλληνας, και αυτό το στίγμα φαίνεται να θέλει καταρχάς να δηλώσει ο πρόλογος/επιστολή της πρώτης επίσημης ποιητικής εμφάνισης του Διονυσίου Σολωμού. Γι’ αυτό και μνημονεύει σχεδόν το σύνολο της έως τότε ιταλόγλωσσης και ελληνόγλωσσης παραγωγής του, δίνοντας όμως σαφώς το βάρος στη δεύτερη. Ο Σολωμός, μοιάζει να λέει ο Στράνης στον Φόσκολο (και στους αναγνώστες), είναι και ιταλός και έλληνας ποιητής, που νιώθει ακόμα μεγαλύτερη ασφάλεια ως ιταλός παρά ως έλληνας, μολονότι έχει να επιδείξει ήδη αξιόλογα ελληνόγλωσσα ποιήματα. Και τελειώνει την επιστολή του ζητώντας από τον Φόσκολο να ενθαρρύνει τον πολλά υποσχόμενο νεαρό ποιητή: «Ωστόσο παροτρύνετέ τον και Σεις να μελετά όσο μπορεί τ’ αρχαία ελληνικά, για να μπορεί να καρπώνεται μεγαλύτερα πλούτη από τη γλώσσα, και κάνοντας έτσι, με το να γράφει τη μητρική γλώσσα, θα είναι περισσότερο δικός μας απ’ ό,τι είστε Σεις.» (Πολίτης 1979: 302).