Η νεοελληνική γλώσσα

Όταν στο τέλος του 1822, κατά την πρώτη τους συνάντηση, ο Σολωμός απαντά στον Τρικούπη ότι δεν γνωρίζει τα νέα ελληνικά, εννοεί προφανώς την ανασφάλεια που ακόμα νιώθει χρησιμοποιώντας την νεοελληνική γλώσσα, κυρίως ως όργανο της ποιητικής του έκφρασης. Πράγματι, επιστρέφοντας ο Σολωμός στη Ζάκυνθο μετά από τη δεκάχρονη απουσία του στην Ιταλία (1808-1818), γνώριζε πολύ καλύτερα την ιταλική από ό,τι τη νεοελληνική, την οποία άλλωστε ελάχιστα είχε διδαχθεί κατά τις σύντομες ζακυνθινές σπουδές του. Όσο για τη μητρική του γλώσσα, το ζακυνθινό ιδίωμα, αυτό έμοιαζε μια μακρινή ανάμνηση, η οποία όμως, ζώντας πλέον στη Ζάκυνθο, εύκολα μπορούσε να αναβιώσει. Η δυσκολία που ο Σολωμός είχε με την νεοελληνική γλώσσα ήταν βέβαια διπλή. Από τη μια έπρεπε να μελετήσει τη γλώσσα και από την άλλη, προκειμένου να γράψει ποίηση, έπρεπε να αντιμετωπίσει την απουσία ενιαίας νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης καθώς και τις γλωσσικές τάσεις και προτάσεις τις εποχής του και να διαμορφώσει τη νεοελληνική ποιητική γλώσσα. Έτσι, ο Σολωμός θα αρχίσει περίπου από το μηδέν, στηριγμένος στις επιμέρους ποιητικές παραδόσεις (δημώδη μεσαιωνική, κρητική, ζακυνθινή, δημοτικό τραγούδι, φαναριώτικη ποίηση) τις οποίες τώρα θα προσεγγίσει διαβάζοντας (π.χ. Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Η Εβραιοπούλα της Μαρκάδας, Βοσκοπούλα, Ερωτόκριτος, Θυσία του Αβραάμ, Χριστόπουλος, Βηλαράς) και θα προσπαθήσει να διαμορφώσει το προσωπικό εκφραστικό ποιητικό όργανο. Χαρακτηριστικές αυτής της διπλής μαθητείας (στη γλώσσα και την παράδοση) είναι κάποιες καταγραφές στα χειρόγραφά του όπως η ακόλουθη, όπου ο Σολωμός, διαβάζοντας την Εβραιοπούλα της Μαρκάδας σημειώνει σε ένα νεανικό του τετράδιο (Ζακύνθου αρ. 12) και μεθερμηνεύει (στα ιταλικά) λέξεις που προφανώς τον ενδιαφέρουν και που θέλει να σιγουρέψει την κατανόηση της σημασίας τους: «λιμάνι mi pare che sia canale | nuotatori. κολυμπυσταδες. | connotati σουσουμια (κακό) κατασυμαδα (καλυτερο)» (φ 21α, στ. 33). Αλλού, διαβάζοντας πιθανότατα είτε τη Φυλλάδα του Γαϊδάρου είτε τον Διγενή, θα σημειώσει: «φρενιτης (mi pare che sia deliro)» (φ 21α, στ. 25). Τις λέξεις αυτές, βρίσκουμε στη συνέχεια, ενταγμένες μέσα στο δικό του, προσωπικό έργο. Έτσι, για παράδειγμα, η λέξη «φρενίτης», αφού πρώτα δοκιμαστεί στον «Λάμπρο» θα χρησιμοποιηθεί στο ποίημα του «Κρητικού», για να δηλώσει την αέναη ταλαιπωρία του ήρωα: «Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν / αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν, / και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει, / κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει, / ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει / και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.»

Η πορεία που ο Σολωμός χρειάστηκε να διανύσει ουσιαστικά μόνος του είναι εντυπωσιακή. Ξεκινώντας από μια ομολογημένη επισφαλή γνώση της νεοελληνικής και χωρίς τη στήριξη μιας ενιαίας ποιητικής παράδοσης, θα κατορθώσει, στον κύκλο της ζωής του, να διαμορφώσει τη γλώσσα της νεοελληνικής ποίησης, χάρη στη μεγαλοφυία του, και να δοκιμάσει τα όρια της λυρικότητας της. «Φτάνει να κοιτάξουμε με κάποια προσοχή το χειρόγραφο της Γυναίκας της Ζάκυθος, λ.χ., που είναι από τα πιο διαφωτιστικά κείμενα της μοναδικής προσωπικότητας του Σολωμού, για να “πραγματοποιήσουμε” τον αγώνα του να κατακτήσει μια γλώσσα που, αν τη συγκρίνουμε με τις ιταλικές του γνώσεις, του ήταν ξένη γλώσσα. Και παραξενεύεται κανείς όταν σκεφτεί ότι ενώ ήταν πολύ πιο φυσικό ν’ αρχίσει η λογοτεχνία μας από συγγραφείς του τύπου του Κρυστάλλη, άρχισε απεναντίας από έναν ποιητή που η φυσική του ροπή τον έριχνε ολότελα έξω από το στίβο της μεγάλης του προσπάθειας, και που είχε για σημαντικότερο εφόδιο, στην προσπάθεια αυτή, τη διάκριση του νου και την αντοχή της ψυχής του. Και η ψυχή του μεγάλου άντρα λύγισε συχνά και δεν το βοήθησε ως το τέλος. Μας άφησε λαμπρά απομεινάρια των σκληρών αγώνων του, και χάσματα, που είναι ίσως από τις μεγαλύτερες διδασκαλίες σε όσους αισθάνονται τι θα πει να αγωνίζεσαι για την έκφραση στην Ελλάδα, και η σημαντικότερη βοήθεια στη μόνωσή τους. Για πολύν καιρό ακόμη, τα χάσματα του Σολωμού θα είναι και δικά μας χάσματα και των άλλων που θα ’ρθουν ύστερα από μας. Ως το τέλος πάλεψε ανάμεσα στην ιταλική του έκφραση και στην ελληνική του έκφραση. Τα κενά των έργων του είναι οι διαλείψεις μιας ψυχής που, στην ανώτερή της λειτουργία, ήταν τεντωμένη ώσπου να σπάσει, από έναν ανυπέρβλητο διχασμό. Γιατί ήταν άνθρωπος που ήξερε να κλείσει τα πράγματα μέσα στην ψυχή του. Δεν παράγουμε πολλούς τέτοιους ανθρώπους.» (Σεφέρης 1984: 72-3).