Ο Διάλογος για τη γλώσσα
Η ενασχόληση του Σολωμού με τη νεοελληνική γλώσσα από την απόσταση που του επέβαλε η συγκριτικά καλύτερη γνώση της ιταλικής, η ιταλική παιδεία του και τις ιδέες του διαφωτισμού συνέβαλαν ασφαλώς στη διαμόρφωση της στάσης του στο γλωσσικό πρόβλημα το οποίο απασχολούσε τότε την ελληνική πνευματική ζωή έχοντας πάρει χαρακτήρα έντονης διαμάχης και το οποίο αφορούσε στο ποια έπρεπε/μπορούσε να είναι η κατάλληλη λογοτεχνική γλώσσα αλλά και το επίσημο γλωσσικό όργανο του Έθνους, το οποίο τώρα αγωνιζόταν για την ελευθερία του. Ο Σολωμός θα ταχθεί με τη θέση όσων υποστήριζαν την ομιλουμένη, τη γλώσσα του λαού, και τη θέση αυτή θα υπερασπιστεί τόσο με το έργο του, γραμμένο σε δημώδη/δημοτική γλώσσα, όσο και με τον πεζό «Διάλογο» για τη γλώσσα, τον οποίο θα γράψει το 1824. Πρόκειται για κείμενο ιδιαίτερα μαχητικό. Μέσα από τη συζήτηση (διάλογο) τριών προσώπων, του Ποιητή, του Φίλου του (που αρχικά έφερε το όνομα του Τρικούπη) και του Σοφολογιότατου, ο Σολωμός θα εναντιωθεί στις γλωσσικές θέσεις του Κοραή και των αρχαϊστών και θα υπερασπιστεί την αξία της ομιλούμενης γλώσσας. Ο Ποιητής (Σολωμός) θα προσπαθήσει να εξηγήσει στον στενόμυαλο Σοφολογιότατο το άτοπο της έννοιας της «διαφθοράς» των λέξεων και την ανάγκη σεβασμού στη μορφής τους («[…] πως οι μορφές των λέξεων, όταν είναι κοινές, δεν είναι υποκείμενες να αλλάζονται από κανέναν με πρόφαση διόρθωσης»). Θα τονίσει την ευγένεια της ομιλουμένης και την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της ποίησης. Ειδικότερα ως προς την ποιητική γλώσσα, ο Σολωμός θα τονίσει τις οφειλές του ποιητή στη γλώσσα του λαού και, συγχρόνως, τη δημιουργική ελευθερία του ποιητή που στηρίζεται στη γλώσσα του λαού:
ΠΟΙΗΤΗΣ: Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα αυτό το ξέρουν και τα παιδιά. […]
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ (ομιλώντας αγαλινά): Πιστεύεις πως ο Πλάτων (Θεέ μου, συγχώρεσέ με!) ο Πλάτων, λέγω, ο ίδιος, οπού το είπε, πιστεύεις πως έγραφε καθώς ομιλεί ο λαός;
ΠΟΙΗΤΗΣ: Δεν το πιστεύω και ποίος το πιστεύει;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Το πιστεύουν όσοι είναι της χυδαϊκής φατρίας.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Στρεβλό πράγμα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Τι έλεγες έως τώρα συ ο ίδιος;
ΠΟΙΗΤΗΣ: Τίποτε από αυτά. Εμείς δεν είπαμεν ακόμη πώς πρέπει να γράφουμε τη γλώσσα […]
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Και τα λόγια του Πλάτωνος γιατί μου τα ανάφερες;
ΠΟΙΗΤΗΣ: Για να καταπεισθείς πως τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Το σύγγραμμα λοιπόν θα είναι κάθε άλλο πράγμα από του λαού την ομιλία;
ΠΟΙΗΤΗΣ: Όχι κάθε άλλο πράγμα εκείνο, οπού λέγει ο Βάκων για τη φύση, δηλαδή πως ο φιλόσοφος, για να την κυριέψει, πρέπει πρώτα να της υποταχθεί, ημπορεί κανείς να το πει για τη γλώσσα υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την. (Πολυλάς 1859: ξα´, ξη´-ξθ´).
Ο Σολωμός θα επαναλάβει τη θέση αυτή καθαρότερα το 1833 συνομιλώντας με τον Γεώργιο Τερτσέτη με αφορμή τα γραμμένα σε αρχαΐζουσα πεζά του τελευταίου καθώς και τα ποιήματά του, γραμμένα στη δημοτική: «[…] Για τις γλώσσες μπορεί να πει κανείς αυτό που λέει ο Μακιαβέλλης για όλους τους ανθρώπινους δεσμούς, πως δεν υπάρχει σωτηρία, όταν υπάρχει διαφθορά, παρά μόνο αν ξαναγυρίσουμε στις αρχές. Οι δάσκαλοι της Ελλάδας γυρίζουν πολύ πίσω αυτό δεν είναι ξαναγύρισμα στις αρχές. Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, θα ’θελα όμως, όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα, να τη μεταχειρίζεται στην ουσία της και όχι στη μορφή της, με νιώθεις; Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά Γιώργη μου, γιατί βέβαια καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ’ αυτά τ’ αχνάρια, δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα. Δεν ξέρω αν φανέρωσα καλά τη σκέψη μου, έτσι βιαστικά που γράφω. Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ’ αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι Κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά. […] Το ποιηματάκι σου αυτό [=Το Φίλημα] ήρθε στην ώρα του για να μου δώσει κάποια παρηγοριά, επειδή ήρθαν να ταράξουν τη γαλήνη μου στην Κέρκυρα εκείνα τα πεζά σου. Θαρρώ πως καθώς τα διάβαζα μου ήρθαν κλάματα. Πώς λοιπόν; έλεγα. Ύστερα από τόσα και τόσα που είπαμε και τόσο που γελάσαμε και τόσο που αγανακτήσαμε, γίνεται κι αυτός ένα με τη φατρία εκείνων που σκοτώνουν τον πολιτισμό της Ελλάδας; […]» (Πολίτης 1991: 254 το πρωτότυπο στα ιταλικά).
Γλώσσα και ελευθερία ήταν πάντα έννοιες συνδεδεμένες για τον Σολωμό. Το θέμα τίθεται επανειλημμένα στον «Διάλογο». Ήδη στην αρχή του κειμένου ο Ποιητής λέει στον Φίλο του: «Εκατάλαβα θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.»(Πολυλάς 1859: νζ´-νη´). Με ανάλογο τρόπο θα τελειώσει το κείμενο του «Διαλόγου»: «ΠΟΙΗΤΗΣ: Μου πονεί η ψυχή μου οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό, για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος, και όσοι του ομοιάζουν, πολεμούν, γι’ ανταμοιβή, να τους σηκώσουν τη γλώσσα.» (Πολυλάς 1859: οη´).