Ποιητική εκτόνωση
Η εντύπωση που προκάλεσαν στον Διονύσιο τα πρώτα γεγονότα της διαμάχης με τον Ιωάννη Λεονταράκη περιγράφεται αυθόρμητα και άμεσα από τον ίδιο, σε επιστολή προς τον φίλο του Ιωάννη Γαλβάνη: «[…] για να σου τα πω καθαρά, αντικρίζοντας την υπόθεση, από την άποψη του ηθικού μου, η υπόθεση μού έκανε την ίδια εντύπωση (θα μου είχε κάνει την ίδια, ακόμα κι αν επρόκειτο για κάποιον άλλον αντί για μένα) που θα μου έκανε αν έβλεπα ξαφνικά κάτω από τα πόδια μου να έχει ανοίξει μια άβυσσος. […]» (Πολίτης 1991: 318• το πρωτότυπο στα ιταλικά). Τα γεγονότα της οικογενειακής δίκης ήταν τόσο δραματικά και με τέτοιες σοβαρές συνέπειες που δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την ποιητική δημιουργία του Σολωμού. Πράγματι, τον Νοέμβριο του 1833, δηλαδή μόλις ξεσπά η δικαστική διαμάχη με τον Ιωάννη Λεονταράκη, ο Σολωμός διοχετεύει την οργή του (και) στο γράψιμο, σατιρίζοντας πρόσωπα που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση της δίκης, όπως είναι ο Ναπολέοντας Ζαμπέλης, δικηγόρος του Ιωάννη. Η σάτιρα για τον Ζαμπέλη καταρχάς αναπτύσσεται εμβόλιμη στο πεζό σατιρικό κείμενο της «Γυναίκας της Ζάκυθος», το οποίο είχε ξεκινήσει το 1826 και τον Νοέμβριο του 1833 παρέμενε ακόμα ανοικτό. Ο Σολωμός σκέφτεται τώρα, υπό την επήρεια των γεγονότων της δίκης, να εισαγάγει στον αφηγηματικό ιστό του πεζού σατιρικού έργου τη μορφή του Διαβόλου, ο οποίος θα παρουσιάζεται στην αρχή, στη μέση και στο τέλος και θα κατευθύνει πλέον όλη τη δράση του κακού. Στο τέλος θα εμφανίζεται κάτω από την κρεμασμένη Γυναίκα με τη μορφή του ενός νάνου-ποιητή που θα παίζει έναν ταμπουρά και θα τραγουδά ένα τραγούδι σατιρικό, σε δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο. Καθώς θα τραγουδά θα κουνά το κεφάλι του και θα μπήζει εναλλάξ τα κέρατά του ανάμεσα στα σκέλια της Γυναίκας: «<5.> Και αρχίνησε το τραγούδι, και το συντρόφευε με το<ν> ταμπουρά. Εκουνούσε το κεφάλι του τάχα να συντροφέψει τη μουσική, και το κορμί το φουρκισμένο εσυντρόφευε εξ ανάγκης κάθε κίνημα. <6.> Και το τραγούδι έλεγ’ έτσι: […] Δεν θέλει τόσο νόημα και έρευνες μεγάλες / που αφήνεις την υπόθεση και <μ>παίνεις σε τρεις άλλες. / Σπρώχνει παρόμοια η μαϊμού τη <μ>πο<μ>περή μουσούδα / στο κάστανο που τς έριξαν• το ξεφλουδάει μ’ ασπούδα, / συχνοχτυπάει τα βλέφαρα * * * * * σφίγγει / * * * * * * * * * * * * <λαρύγγι>.» (Τσαντσάνογλου 1991: 161-2). Το υπό επεξεργασία σατιρικό ποίημα, όπου ο δικηγόρος Ζαμπέλης παρομοιάζεται με τη μαϊμού που παίρνει ό,τι της ρίξουν, δεν θα προχωρήσει πολύ περισσότερο, πιθανόν γιατί ο Σολωμός καταλαβαίνει ότι η εμφάνιση του Διαβόλου συνεπάγεται μεγάλες αλλαγές στη δομή της «Γυναίκας της Ζάκυθος» και ως εκ τούτου αποφασίζει να αυτονομήσει τη σάτιρα για τον Ζαμπέλιο, εγκαταλείποντας συγχρόνως οριστικά τη «Γυναίκα της Ζάκυθος».