Οι νέοι κώδικες

Πάντως, αυτό καθαυτό το θέμα της ψήφισης νέας νομοθεσίας (αστικών κωδίκων) θα ακολουθήσει την εξής πορεία: Το 1828, και στη βάση της απόφασης που είχε πάρει το 1823, η κυβέρνηση όρισε μια επιτροπή για τη σύνταξη των νέων κωδίκων, την οποία αποτελούσαν οι Α Φωκάς, Διονύσιος Φλαμπουριάρης, Ιάκωβος Μάντζαρος, Κόνδαρης και ο άγγλος Σμιθ. «Η επιτροπή έκανε αρχή από τη σύνταξη σχεδίου Αστικού Κώδικα και πήρε ως κείμενο-υπόδειγμα για τις εργασίες της το Ναπολεόντειο Κώδικα (21.3.1804) και τον Κώδικα των Δύο Σικελιών. Ο δεύτερος είχε εκδοθεί εννέα χρόνια αργότερα και ήταν αντιγραφή του πρώτου, με όλες όμως τις τροποποιήσεις που η πείρα και η διδασκαλία επέφεραν στο χρονικό αυτό διάστημα.

Μολονότι όμως η Επιτροπή αντέγραψε τις διατάξεις του Κώδικα των Δύο Σικελιών και μάλιστα χρησιμοποίησε τις ίδιες ακριβώς λέξεις, απομακρύνθηκε τελείως από τις διατάξεις του κώδικα εκείνου και του γαλλικού. Ως προς τον γάμο δεχόταν η επιτροπή μικτό σύστημα και για το κληρονομικό επανέφερε το ενετικό δίκαιο. […] Για το κληρονομικό σύστημα τα μέλη της επιτροπής είχαν αντίθετη γνώμη. Ο Κόνδαρης υποστήριζε το κληρονομικό σύστημα της Γαλλίας, που έδινε ίσα δικαιώματα στα τέκνα και δεν έκανε διάκριση φύλου ή τη Νεαρά 118 του Ιουστινιανού, που επέβαλε την κληρονομική ισότητα. Δυστυχώς, όμως. Τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής υποστήριξαν το ενετικό δίκαιο με το αιτιολογικό ότι δεν μπορούν να απομακρυνθούν από έθιμα και νόμους που τόσους αιώνες ρύθμιζαν τις νομικές σχέσεις των πολιτών και επάνω στους οποίους στηρίζεται το οικογενειακό σύστημα της Επτανήσου. Παραδέχονταν πως υπήρχαν ατέλειες στους ενετικούς νόμους αλλά μπορούσαν να τους τροποποιήσουν. Οι ιδέες αυτές επικράτησαν και το κληρονομικό σύστημα ρυθμίστηκε σύμφωνα με τις αρχές των ενετικών νόμων.

Μολονότι όμως η επιτροπή παραδέχτηκε το ενετικό κληρονομικό σύστημα, κατά παράδοξο τρόπο αποδέχτηκε την αρχή του κώδικα των Δύο Σικελιών και έθετε σε ίση μοίρα τους αδελφούς (αμφιθαλείς-ομαίμονας-ομομήτριους) και για τα νόθα τέκνα υποστήριξε ότι όχι μόνον δικαιούνται το ήμισυ της κληρονομικής περιουσίας του πατέρα και των αδελφών του, αλλά και τα τρία τέταρτα της όλης περιουσίας έναντι των άλλων συγγενών.» (Καπαδόχος [1992] 2005: 80-1, 83).

Μολονότι η ρύθμιση που πρόκρινε η επιτροπή ευνοούσε εμφανώς περιπτώσεις όπως αυτές του Διονυσίου και του Δημητρίου Σολωμού, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν προβλέφθηκε ύστερα από συγκεκριμένες επεμβάσεις των δύο αδερφών, όπως ίσως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, με δεδομένο μάλιστα ότι ο Διονύσιος Φλαμπουριάρης ήταν προσωπικός φίλος του Διονυσίου. Όπως και να έχει, η θετική έκβαση της υπόθεσης θα αργήσει πολύ ακόμα. Η επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Φεβρουάριο του 1829 και στη συνέχεια υπέβαλε το νομοσχέδιο που είχε καταρτίσει στο Ανώτατο Συμβούλιο της Δικαιοσύνης, για περαιτέρω επεξεργασία και έλεγχο. Το Ανώτατο Συμβούλιο ολοκλήρωσε τον έλεγχο τον Αύγουστο του 1831, χωρίς να επιφέρει καμιά ουσιαστική τροποποίηση και ως εκ τούτου το νομοσχέδιο υποβλήθηκε προς ψήφιση στη Βουλή και επιψηφίστηκε στις Συνόδους του 1831 και του 1832. Ωστόσο, ο μέγας Αρμοστής (τότε, ο Φρέντερικ Άνταμ) δεν επικύρωνε με την υπογραφή του το νομοσχέδιο, το οποίο έτσι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενεργό. Τελικά οι κώδικες θα ψηφιστούν οκτώ χρόνια αργότερα, το 1840, στις μέρες της αρμοστείας του Ντάγκλας (Η. Douglas), και θα ισχύσουν από τον Μάιο του 1841 και μετά.