Ζάκυνθος & Μουσική
Μια μορφή έκφρασης της ζακυνθινής πολιτιστικής κληρονομιάς βγαλμένη «από την ίδια την ψυχή του ζακυνθινού λαού» , που την ανανεώνει και την πλουτίζει ποικιλότροπα είναι η Μουσική. Άλλες μορφές είναι οι χοροί και τα τραγούδια της Ζακύνθου, που αντλούν από τη Βυζαντινή παράδοση, όμως δέχτηκαν έντονες επιδράσεις και από τον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, την Κρήτη και την Ιταλία. Τα μουσικά είδη που δέχτηκαν τη μεγαλύτερη επίδραση είναι η τετράφωνη καντάδα, η δίφωνη σερενάτα, τα αγροτικά τραγούδια, η αρέκια και η εκκλησιαστική μουσική.
Δείγμα αυτής της λαϊκής μουσικής τέχνης με ρίζες βαθύτατες είναι, μεταξύ άλλων, η «αρέκια», τετράφωνο, ζακυνθινό λαϊκό τραγούδι, που αποτελεί αναμφίβολα, μια τοπική αποκλειστικότητα, γνήσιο δημιούργημα και έκφραση της λαϊκής μούσας, καμιά φορά και της λόγιας ποίησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιάννης Τσακασιάνος που με το τόσο αντιπροσωπευτικό για τη Ζάκυνθο «Τση Κυριακής το ξύπνημα», κατάφερε να παντρέψει την επώνυμη ποίηση με την αρέκια. Η αρέκια αποτελεί μια από τις κορυφές του τριγώνου, που συγκροτούν τη φωνητική μουσική παράδοση της Ζακύνθου. Οι άλλες δύο είναι η τετράφωνη καντάδα και η δίφωνη σερενάτα.
Μαζί με τη λαϊκή μουσική παράδοση πορεύεται και η εκκλησιαστική μουσική, η οποία καθιερώνεται στον Ιόνιο χώρο σαν Κρητικο–Επτανησιακή και διαμορφώνει τοπικά ένα καθαρά ζακυνθινό ιδιόμελο σύστημα που μοιάζει μεν με το βυζαντινό, από το οποίο κατάγεται, αλλά ψάλλεται με δυτική τετραφωνία. Είναι μια μουσική δεσπόζουσα στις κατανυκτικές στιγμές των Ζακυνθινών, με αποκορύφωση το μεγαλοβδομαδιάτικο μελούργημα: «Ίνα τί εφρύαξαν έθνη...» του μουσικού Ιωάννη Πλανύτερου.
Η έμφυτη αγάπη του Ζακυνθινού λαού για τη μουσική και το κλίμα του ρομαντισμού της Ευρώπης του 19ου αιώνα, βρίσκουν στη Ζάκυνθο την ιδανική τους συνισταμένη στη λατρεία της όπερας. Αν και η αποδοχή της όπερας στη Ζάκυνθο υπήρξε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην αριστοκρατία και στην ανερχόμενη αστική τάξη των Ιονίων, τελικά ο λαός την αφομοίωσε και τη στήριξε με όλες του τις δυνάμεις. Οι Ζακυνθινοί βιώνουν άλλωστε την όπερα περισσότερο από κάθε άλλο θεατρικό είδος, για ένα πολύ απλό λόγο: Γιατί την τραγουδούν, συμμετέχοντας στο σκηνικό πάθος, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν με τα έργα πρόζας.
Μέσα σε αυτό το γόνιμο κλίμα οι επτανήσιοι συνθέτες, συμμετέχουν πλουσιοπάροχα στη μουσική κοσμογονία του 19ου αιώνα, με κορυφαίο και πιο σημαντικό συνθέτη όπερας, τον Παύλο Καρρέρ. Οι ευρωπαϊκές σπουδές του και η επίδραση της ιταλικής όπερας, μαζί με το δημοτικό τραγούδι και την έντεχνη ελληνική ποίηση των Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ιουλίου Τυπάλδου, Αχιλλέα Παράσχου, Αλέξανδρου Σούτσου Ραγκαβή κ.α. τροφοδότησαν την έμπνευσή του και στήριξαν γερά το συνθετικό του έργο, εξασφαλίζοντάς του αποδοχή και καταξίωση.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 12 Μαΐου 1829, γιος του Κωνσταντίνου και της Πηγής, το γένος Χαριάτη. Το 1839 μπήκε εσωτερικός μαθητής στο Ιόνιο Γυμνάσιο Κέρκυρας, ενώ το 1843 συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του με τον Ιγνάτιο Μαρτζώκη, καθηγητή και διευθυντή του Λυκείου Ζακύνθου και με τον μετέπειτα επίσκοπο Κυθήρων, ιερέα Κωνσταντίνο Στρατούλη. Τα πρώτα μαθήματα πιάνου και μουσικής τα πήρε από τον Ιταλό μουσικοδιδάσκαλο Τζουζέππε Κρίκκα και αργότερα από το διευθυντή της πρώτης Ζακυνθινής Φιλαρμονικής Φραντσέσκο Μαρανγκόνι. Πρώτες συνθέσεις του, σήμερα χαμένες, είναι Το Αηδόνι, βάλς, και η μελοδραματική σκηνή Ο προσκυνητής της Καστίλλης, σε κείμενο Γεωργίου Λαγουϊδάρα. Μετά τις επιτυχίες του αυτές αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη σύνθεση, γι’ αυτό το 1850 αναχώρησε για σπουδές μουσικής στο Μιλάνο, όπου σπούδασε και σταδιοδρόμησε για επτά ολόκληρα χρόνια.
Στις 25 Αυγούστου 1852 ανεβαίνει στο θέατρο του Μιλάνου «Κάρκανο» η τρίπρακτη όπερά του Dante e Bice [Δάντης και Βεατρίκη], σε κείμενο Serafino Torelli, της οποίας σώζεται μόνον το λιμπρέτο. Το 1854 ανεβαίνει στο θέατρο «Σαν Τζιάκομο» της Κέρκυρας η Isabella d’ Aspeno [Ισαβέλλα του Άσπεν]. Η ίδια όπερα ανεβαίνει αργότερα στο «Κάρκανο», ενώ στις 19 Ιανουαρίου 1856 ανεβαίνει ξανά στο ίδιο θέατρο η λυρική τραγωδία του, με πρόλογο και τρεις πράξεις, σε κείμενο Ιωσήφ Σαπίου La Rediviva [Η Αναζήσασα]. Όμως η άρνηση της «Σκάλας» του Μιλάνου ν’ ανεβάσει έργα του τον ωθεί να αποφασίσει να επαναπατριστεί. Είναι άνοιξη του 1857 και ο Caccialupi σε διάστημα σαράντα ημερών του παραδίδει το λιμπρέτο του Μάρκου Μπότσαρη καθώς και της όπερας Φιόρ ντι Μαρία, εμπνευσμένης από Τα Μυστήρια των Παρισίων του Ευγένιου Σύη [Eugène Sue], που ο Καρρέρ θα μελοποιήσει αργότερα.
Επιστρέφει στη Ζάκυνθο και στις 10 Φεβρουαρίου 1858 παρουσιάζει το έργο Isabella d’ Aspeno [Ισαβέλλα του Άσπεν], με πρωταγωνίστρια τη μετέπειτα σύζυγό του, σοπράνο Ισαβέλλα Ιατρά. Η φήμη του συνθέτη μεγαλώνει και στις 23 και 26 Απριλίου 1858 γίνεται δεκτός από το τότε βασιλικό ζεύγος Όθωνα και Αμαλία, εκτελεί παρουσία τους αποσπάσματα από το Μάρκο Μπότσαρη και αφιερώνει το έργο στον Όθωνα. Τον επόμενο χρόνο η Ισαβέλλα Ιατρά και ο Παύλος Καρρέρ περιοδεύουν στην Πάτρα, Αθήνα, Σμύρνη και Σύρο. Στην Αθήνα τα Ελληνικά Τραγούδια του Καρρέρ, προκαλούν πατριωτικό ενθουσιασμό και οι ελληνικές αρχές απελαύνουν το ζεύγος από φόβο μήπως δυσαρεστηθεί η Τουρκία! Μετά την περιοδεία ο Καρρέρ συνεχίζει τη σύνθεση των Ελληνικών Μελωδιών: Ανθός και Αυγούλα, Το Φεγγάρι και τον περίφημο Γέρο Δήμο, σε ποίηση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Στις 30 Απριλίου 1861 δίνεται η παγκόσμια πρώτη της όπερας Μάρκος Μπότσαρης στην Πάτρα και σημειώνει θριαμβευτική επιτυχία, παρά την αντίδραση του μητροπολίτη Πατρών Μισαήλ Αποστολίδη, που διχάζει το πατραϊκό κοινό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 8 Απριλίου 1864, με την ευκαιρία της πρώτης επίσκεψης του Γεωργίου Α΄ στη Ζάκυνθο, διοργανώνει, επάνω σε πλοιάρια, την περίφημη grande serenata, προς τιμήν του μονάρχη, δείγμα αναγνώρισης της αξίας του από τους συμπατριώτες του. Στις 19 Δεκεμβρίου 1864 δίνεται η πρώτη παράσταση του Μάρκου Μπότσαρη στη Ζάκυνθο, ενώ από τον Αύγουστο μέχρι το Δεκέμβριο του 1867 συνθέτει τη δεύτερη όπερά του, Φιορ ντι Μαρία, σε κείμενο Caccialupi, και το 1868 ολοκληρώνει μια από τις ωραιότερες όπερές του, την Κυρά Φροσύνη, σε κείμενο Ελισαβέτιου Μαρτινέγκου, εμπνευσμένη από το έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στις 16 Νοεμβρίου 1868, δόθηκε η παγκόσμια «πρώτη» στο θέατρο Ζακύνθου «Απόλλων». Το 1873 συνθέτει την όπερα Μαρία Αντωνιέττα, σε κείμενο Γεωργίου Ρώμα. Το έργο ανέβηκε μετά από δέκα χρόνια στο θέατρο «Φώσκολος» Ζακύνθου. Τον Ιούλιο – Αύγουστο 1875 συνθέτει σε κείμενο Αντωνίου Μανούσου για το Ωδείο Αθηνών το μονόπρακτο Δέσπω, η ηρωΐς του Σουλίου. Το Ωδείο όμως του γνωρίζει ότι δεν είναι σε θέση να το ανεβάσει και το έργο μένει στο συρτάρι του συνθέτη επί επτά χρόνια. Στις 27 Ιανουαρίου 1885 βραβεύεται από τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας ένα ντουέτο του, χαμένο σήμερα, από το Ρωμαίο και Ιουλιέττα του Σαίξπηρ, σε ελληνική μετάφραση Π. Βεργωτή. Τον Οκτώβριο του 1886 συνθέτει μια χαμένη σήμερα Ορθόδοξη Λειτουργία για τετραφωνία. Από το 1886 ως το 1888 συνθέτει, σε πλοκή δική του και κείμενο Αγαμέμνωνος Μαρτζώκη, την τετραπράκτη όπερά του Μαραθών – Σαλαμίς, για τα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών, όμως το θέατρο εγκαινιάζει ο θίασος Λασσάλ – Σαρλέ και το έργο μένει άπαιχτο για 115 χρόνια. Παίχτηκε, τελικά, σε παγκόσμια «πρώτη» από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο θέατρο «Ολύμπια» της Αθήνας (αίθουσα Μαρία Κάλλας) το Φεβρουάριο 2003, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Βύρωνα Φιδετζή.
Μετά το 1890 ασχολείται με τη σύνθεση τριών σκηνικών έργων: ενός Λάμπρου Κατσώνη, του οποίου ένα συντομότατο απόσπασμα λίγων δεκάδων μέτρων (τενόρος, βαρύτονος, χορωδία, ορχήστρα) εντόπισε ο Γ. Λεωτσάκος στα ευρισκόμενά του στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, του Κόντε Σπουργίτη, κωμικού μονόπρακτου σε ποίηση Ιωάννη Τσακασιάνου, και του μυστηριώδους Don Pigna για τον οποίο τίποτα δεν είναι γνωστό πλην του τίτλου.
Κατά την καταστρεπτική σεισμοπυρκαγιά του 1953 το μεγαλύτερο μέρος των χειρογράφων του Καρρέρ σώθηκε χάρη στις προσπάθειες του Ζακυνθινού ιστορικού Νικολάου Βαρβιάνη. Κάποια χειρόγραφα βρίσκονται επίσης από το 1932 στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Χάρη στη δωρεά, τέλος, του Πατρινού συνθέτη Ανδρέα Νεζερίτη, σώζεται στο Μοτσενίγειο Αρχείο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος το σπαρτίτο της όπερας Φιόρ ντι Μαρία. Επιπλέον στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, σώζεται, ανυπόγραφη δυστυχώς, χειρόγραφη και άψογα καλλιγραφημένη παράφραση ολόκληρου του λιμπρέττου του έργου Μαραθών – Σαλαμίς, που αποδίδεται στον Αντώνιο Φραβασίλη καθώς και τα Απομνημονεύματα του συνθέτη, που σταματούν απότομα τη διήγηση μετά τον Απρίλιο του 1887.
Το ελληνικό κοινό λάτρεψε τον Καρρέρ αφού έργα του ανέβαιναν τόσο στα Επτάνησα, στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Πολύ καιρό μετά το θάνατό του (1896), ως το 1930 περίπου, οι όπερές του Μάρκος Μπότσαρης και Κυρά Φροσύνη, αλλά και οι Ελληνικές μελωδίες του, με επί κεφαλής τον Γέρο Δήμο, γνώρισαν δημοτικότητα πραγματικά μοναδική στα χρονικά της μουσικής μας ιστορίας. Μια τέτοια στιγμή περιγράφει στα Απομνημονεύματά του: στις 12 Ιανουαρίου 1875, ανεβαίνει ο Μάρκος Μπότσαρης στην Πάτρα και στο τέλος της Α΄ πράξης «εις νεανίας κομψότατα ενδεδυμένος την Ελληνικήν ενδυμασίαν μοι προσέφερεν, επί βελούδινου μικρού προσκεφαλαίου, έναν αργυρούν στέφανον εκ μέρους του πατραϊκού κοινού, εις ένδειξην αγάπης και υπολήψεως. Αυτή η στιγμή είχε τύπον όλως εθνικόν και μεγίστης σημασίας».