Επτάνησος Πολιτεία και Βενετία

Οι σχέσεις των Βενετών με τους υπηκόους τους, κατοίκους των Ελληνικών περιοχών υπό τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, πάνε βαθιά μέσα στο χρόνο. Ίσως από την εποχή που οι Βενετοί εξαρτούνταν από τις ευνοϊκές ή όχι αποφάσεις του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μέχρι που εξελισσόμενοι σε ναυτική δύναμη κατέκτησαν τις πρώην βυζαντινές περιοχές. Αλλά και η συμπεριφορά των κατοίκων έναντι των Βενετών μεταβαλλόταν, ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις. Αν και αρχικά οι Βενετοί θεωρούνταν εχθροί, επειδή βοήθησαν τους Λατίνους στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, με την εμφάνιση της Οθωμανικής απειλής η Βενετία θεωρήθηκε φίλη και καταφύγιο για πολλούς που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν από τη Βασιλεύουσα. Πάντως ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρέαζε τις σχέσεις Βενετών και Ελλήνων ήταν και οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1463 και κράτησαν μέχρι το 1718, δηλαδή σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας του Λεβάντε και βεβαίως οδήγησαν σε αλλαγές στην εξουσία διαφόρων περιοχών, οι οποίες μπορεί να βρίσκονταν άλλοτε υπό βενετική και άλλοτε υπό οθωμανική κυριαρχία, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.

Στην οργανωτική δομή των ελληνικών περιοχών υπό τον έλεγχό τους, οι Βενετοί πολλές φορές αναπαρήγαγαν το οργανωτικό μοντέλο που ήδη υπήρχε, γι’ αυτό το λόγο, ουσιαστικά, διακρίνουμε τόσες διαφορές στην οργάνωση μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Αυτό που κυρίως ενδιέφερε τους Βενετούς ήταν η οργάνωση του αμυντικού τους συστήματος και η δημιουργία ισχυρών τοπικών κυβερνήσεων, ικανών να λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις χωρίς χρονοτριβή. Αν και τα ονόματα των κυβερνήσεων διέφεραν σε κάθε περιοχή (“rettori” στην Κρήτη, “podesta” ή “capitano” στο Μοριά, “provveditor” στα Ιόνια νησιά), οι Βενετοί τοποθετούσαν σε κάθε περιοχή έναν ανώτερο αξιωματικό με τη δικαιοδοσία λήψεως αποφάσεων. Μαζί με αυτόν όμως υπήρχαν και δύο «σύμβουλοι», ουσιαστικά για να τον ελέγχουν από πιθανές αυθαιρεσίες. Οι Αρχές διαιρούνταν σε δύο κατηγορίες: α) τις βενετικές Αρχές που εκπροσωπούσαν την κυρίαρχη πολιτεία και β) τις επιτόπιες ή δημοτικές που εκπροσωπούσαν και εφάρμοζαν τα εγχώρια δικαιώματα κάθε νησιού. Αυτοί οι τοπικοί κυβερνήτες προέρχονταν από την τάξη των ευγενών και μπορούσαν να παραμείνουν στο αξίωμά τους μέχρι και τρία χρόνια.

Από τον 16ο αιώνα και εξής όλοι υπάγονταν στην καθοδήγηση του Γενικού Προνοητή της Θάλασσας, που έδρευε στην Κέρκυρα. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτοί οι κυβερνήτες λάμβαναν οδηγίες να προωθούν τα συμφέροντα της Γαληνοτάτης, να είναι δίκαιοι έναντι των τοπικών πληθυσμών και να σέβονται όποια προνόμια είχαν. Όλες οι εγχώριες και επαγγελματικές Αρχές εκλέγονταν από το «Συμβούλιο των 150», το οποίο αποτελείτο από 150 ευγενείς, εκλεγμένους από το Γενικό Συμβούλιο όλων των ευγενών κάθε νησιού, στην ετήσια γενική συνέλευση του Συμβουλίου. Είναι προφανές ότι υπήρχε συνεργασία μεταξύ των Βενετών και της τοπικής αριστοκρατίας κάθε νησιού.

Οι καλές σχέσεις μεταξύ των Βενετών και των ευγενών των νησιών εξηγούνται και από τον τρόπο που οι Βενετοί δόμησαν την ιεραρχία των τοπικών κοινωνιών, ακολουθώντας λίγο-πολύ το βενετικό πρότυπο.

Οι πολίτες όλων των νησιών διαιρούνταν σε τρεις τάξεις: τους ευγενείς, οι οποίοι ήταν Λατίνοι και Έλληνες. Αυτοί ακολουθούνταν από τους αστούς, που ζούσαν στις πόλεις και εργάζονταν ως γιατροί, δικηγόροι ή έμποροι και διέθεταν οικονομική άνεση, αλλά δεν είχαν ευγενική καταγωγή. Σε ένα κατώτερο επίπεδο ήταν οι «ποπολάροι» και στο κατώτατο επίπεδο ήταν οι αγρότες (περιφρονητικά αποκαλούμενοι και ως «villani»).

Περιττό να πούμε ότι στο γενικό αυτό σχήμα υπήρχαν τοπικές παραλλαγές, ιδίως στα Ιόνια νησιά, όπου πολλές φορές υπήρξαν συγκρούσεις στην προσπάθεια όλων να φτάσουν σε ανώτερη κοινωνική θέση με περισσότερα προνόμια. Οι περιπτώσεις της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς είναι ενδεικτικές, καθώς στην περίπτωση της Κέρκυρας το Συμβούλιο των Ευγενών επεδίωκε να περιορίσει τα μέλη του σε λίγες οικογένειες, ενώ στην Κεφαλονιά είχε έξι χιλιάδες μέλη περίπου, συμπεριλαμβανομένων χωρικών, σαν αποτέλεσμα βεντέτας μεταξύ των ισχυρών οικογενειών. Η Ζάκυνθος ακολουθούσε το παράδειγμα της Κέρκυρας και για να σταματήσουν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των οικογενειών αποφασίστηκε το 1582 ο σχηματισμός βιβλίου, στο οποίο γράφονταν τα ονόματα όσων ανήκαν στην τάξη των ευγενών. Ο κατάλογος αυτός υπογραφόταν και από τις Βενετικές Αρχές και με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε η «Χρυσή Βίβλος» (Libro d’ Oro).

Η Βενετία ήταν μια ναυτική δύναμη που εξαρτιόταν από το εμπόριο και οι όποιες αποφάσεις παίρνονταν σχετικά με τη διοίκηση των Ιονίων, λαμβάνονταν με αυτό το σκεπτικό. Για παράδειγμα οι Βενετοί προωθούσαν την καλλιέργεια προϊόντων που σχετίζονταν με τις ανάγκες της Βενετίας. Για να επιτύχουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα ενθάρρυναν τους κατοίκους να πηγαίνουν να εργαστούν σε περιοχές που υπήρχε ανάγκη εργατικών χεριών ή ακόμη επέβαλαν την καλλιέργεια συγκεκριμένων προϊόντων, τα οποία πριμοδοτούσαν και με χαμηλότερη φορολογία. Οι κάτοικοι των περιοχών ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, όπως άλλωστε και στη Βενετία, όμως τα προνόμιά τους ήταν περιορισμένα και οι δραστηριότητές τους ήταν κυρίως θρησκευτικού ή φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Οι περιορισμοί αυτοί, ωστόσο, δεν εμπόδιζαν την παραγωγή λαϊκής κουλτούρας, είτε με τη μεταλαμπάδευση της τέχνης τους από τη μιά γενιά στην άλλη, είτε με την παραγγελία έργων τέχνης για να στολίσουν τις εκκλησίες τους που ήταν αφιερωμένες στον προστάτη Άγιο της κάθε συντεχνίας.

Και η θρησκευτική πολιτική της Βενετίας διαμορφώθηκε με βάση τα εμπορικά της συμφέροντα. Οι Βενετοί έλεγαν «είμαστε Βενετοί και μετά Χριστιανοί» και ακολουθούσαν αυτό το πιστεύω στην οργάνωση των σχέσεών τους με τους τοπικούς Ορθόδοξους πληθυσμούς. Αν και αρχικά πήραν κάποια μέτρα εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πρόσεξαν να μη δημιουργήσουν εντάσεις. Όλοι οι Καθολικοί Επίσκοποι ήταν Βενετοί και επομένως υποστήριζαν κυρίως τα βενετικά συμφέροντα και όχι τον Πάπα, σε περίπτωση αντιγνωμίας. Ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571, η θρησκευτική πολιτική των Βενετών άλλαξε προς το καλύτερο για τους Ορθοδόξους, από φόβο μήπως χάσουν την υποστήριξη των ντόπιων. Έτσι παραχωρήθηκαν προνόμια και στους Καθολικούς Επισκόπους, αλλά και στους Ορθοδόξους ιερείς, όπως το δικαίωμα να ζητάνε την απελευθέρωση κάποιου κρατουμένου σε σημαντικές θρησκευτικές γιορτές. Επίσης αποφασίστηκε να συμμετέχουν μαζί Ορθόδοξοι και Καθολικοί σε λιτανείες και από το 1588 ορίστηκε οι Καθολικοί των ελληνικών περιοχών να γιορτάζουν το Πάσχα σύμφωνα με την ημερομηνία του Πάσχα που όριζε η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα ομόνοιας, έγιναν και αρκετοί μικτοί γάμοι, επομένως δημιουργήθηκαν οικογένειες με διαφορετικές νοοτροπίες και αναμείχθηκαν οι διαφορετικές κουλτούρες. Αυτό το πνεύμα συνεργασίας είναι πιο εμφανές στην αριστοκρατία, επειδή και τα προνόμια που απολάμβαναν ήταν περισσότερα και οι δυνατότητες εκπαίδευσης και κοινωνικής εξέλιξης πολύ μεγαλύτερες. Οι Ζακύνθιοι ευγενείς όταν βρίσκονταν στην κατάλληλη ηλικία, συνήθως αναχωρούσαν για να σπουδάσουν στην Ιταλία. Δεν θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι η σύμπνοια υπήρχε μόνο στις ελίτ. Οι Βενετοί για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους επεδίωκαν την ομαλότητα στις αποικίες τους. Οι εξεγέρσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας δεν ήταν πολυάριθμες, και στρέφονταν περισσότερο κατά της τοπικής αριστοκρατίας παρά κατά της Βενετίας. Εξάλλου πολυσυλλεκτική και κοσμοπολίτικη ήταν και η κοινωνία της ίδιας της Βενετίας, όπου οι Έλληνες απέκτησαν το δικαίωμα να συστήσουν Αδελφότητα, με τον Ορθόδοξο ναό τους αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο και τη Φλαγγίνειο Σχολή για την εκπαίδευσή τους.