Ένωση με την Ελλάδα
Οι πληρεξούσιοι της Μεγάλης Βρεταννίας και της Ρωσίας, με ειδική συνθήκη που υπέγραψαν στο Παρίσι στις 17 Νοεμβρίου 1815, αποφάσισαν τα Ιόνια Νησιά να αποτελούν στο εξής «ενιαίο, ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος», υπό την επωνυμία «Ενωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων» υπό την άμεση και αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρεταννίας.
Το Σύνταγμα του 1817 που καταρτίζει ο πρώτος Αρμοστής Thomas Maitland είναι ανελεύθερο. Παράλληλα με την τυραννική διακυβέρνηση των εκάστοτε Άγγλων Αρμοστών, και την ανθελληνική στάση της «Προστασίας» έναντι του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, ήταν φυσικό να προκαλέσουν ποικίλες αντιδράσεις στους Επτανησίους. Έτσι διαμορφώθηκε σταδιακά χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα σε διοικούντες και διοικούμενους. Η ανάγκη μεταρρυθμίσεων έμοιαζε επιτακτική.
Το 1839 ο βουλευτής Κέρκυρας Ανδρέας Μουστοξύδης, υπέβαλε υπόμνημα στον Βρεταννό Υπουργό Αποικιών λόρδο Russel ζητώντας μεταρρυθμίσεις: πιο ελεύθερο εκλογικό σύστημα, ελευθεροτυπία, ετήσια συνεδρίαση του Κοινοβουλίου και έγκριση όλων των δαπανών από αυτό.
Στο μεταξύ επί αρμοστίας του λόρδου Colborne (1844-1848), του εκφραστή των νέων τάσεων της βρεταννικής πολιτικής, επιτρέπεται η ίδρυση πολιτικών λεσχών (club houses) και η συγκρότηση πολιτικών συνδέσμων. Το γεγονός αυτό συμβάλλει στη διάδοση φιλελεύθερων ιδεών, και στην αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος. Με την απόφαση της 22ας Μαΐου1848 του Κοινοβουλίου, καθιερώνεται και στα Ιόνια Νησιά η ελευθεροτυπία.
Τότε (26 Δεκεμβρίου 1848), ο Ηλίας Ιακωβάτος κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα φυλλάδιο με τίτλο «Ο Φιλελεύθερος» και «Διδασκαλεία περί καλής ή κακής χρήσης της ελευθεροτυπίας στην Επτάνησο», ενώ από τον επόμενο χρόνο (1849) κυκλοφόρησαν και οι πρώτες πολιτικές εφημερίδες, όπως το «Μέλλον» στη Ζάκυνθο (1η Ιανουαρίου 1849), η «Πατρίς» στην Κέρκυρα (15 Ιανουαρίου 1849), η «Αναγέννησις» και η «Ένωσις» στην Κεφαλονιά (8 και 16 Απριλίου 1849 αντίστοιχα).
Aποτέλεσμα αυτής της πολιτικοποίησης των Επτανησίων θα είναι να πάρει συγκεκριμένη μορφή η «θέση» τους, έναντι του καθεστώτος της «Προστασίας», ώστε να διαμορφωθούν ανάλογες πολιτικές τάσεις, τα Κόμματα. Με πρώτη, τους συμπαθούντες το καθεστώς, γνωστοί με την επωνυμία «Προστασιανοί» ή «Καταχθόνιοι», όπως περιφρονητικά τους αποκαλεί ο λαός. Ακολουθούν οι «Μεταρρυθμιστές», που αποδέχονται την υπάρχουσα κατάσταση με κάποιες ουσιαστικές αλλαγές. Και τέλος οι «Ριζοσπάστες» που εκτός της πλήρους πολιτικής αποκαταστάσεώς τους (ένωση με την Ελλάδα), προβάλλουν και άλλα αιτήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ταξικά.
΄Ετσι στο κόμμα των «Καταχθονίων» ανήκουν κυρίως οι κυβερνητικοί με αρχηγό τους τον Κερκυραίο Αντώνιο Δούσμανη-Λευκόχειλο. Στους «Μεταρρυθμιστές» ανήκουν οι: Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, Σωκράτης Κουρής, Ανδρέας Μουστοξύδης, Στέφανος Ποβοδάς, Σπυρίδων και Νικόλαος Ζαμπέλης, Ιωάννης Μαρίνος, Νικόλαος Βαλιέρης, Νικόλαος Χωραφάς, Αντώνιος Γαήτας, Κανδιάνος Ρώμας και άλλοι. Στους «Ριζοσπάστες», τέλος συγκαταλέγονται οι Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, Γεράσιμος Λιβαδάς, Ιωσήφ Μομφεράτος, Σταματέλος Πυλαρινός, Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος, Ιωάννης Τυπάλδος-Καπελέττος-Δοττοράτος, Γεώργιος Βερύκιος, Ναθαναήλ Δομενεγίνης και Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Πέτρος Καλλίνικος, Τηλέμαχος Παΐζης, Χριστόδουλος Ποφάντης, Ανδρέας Σαντριβίλης, Άγγελος Σιγούρος-Δεσσύλας, Ιωάννης Λισγαράς, Γουλιέλμος Μινώτος, Ερμάνος Λούντζης και Κωνσταντίνος Λομβάρδος.
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα, το Φεβρουάριο του 1850 προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη του Θ΄ Κοινοβουλίου. Το Θ΄ Κοινοβούλιο διέπνεε φιλελεύθερο πνεύμα και από τις πρώτες αποφάσεις ήταν ο ορισμός της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής και η ανέγερση ανδριάντα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Επτανήσιου, Ιωάννη Καποδίστρια. Οι προτάσεις του όμως για περιορισμό της αυθαιρεσίας της εξουσίας και την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών και την καθιέρωση της ελληνικής ως μόνης επίσημης γλώσσας του κράτους, προσέκρουαν είτε στη Γερουσία είτε στον Αρμοστή.
Στις 26 Νοεμβρίου 1850 ο Ριζοσπάστης βουλευτής Ιωάννης Τυπάλδος-Καπελέττος-Δοττοράτος πρότεινε στο Κοινοβούλιο ψήφισμα για την Ένωση με την Ελλάδα. Η αγόρευση του Τυπάλδου και το ψήφισμα των Ριζοσπαστών δόθηκαν στη δημοσιότητα με μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό και εξωτερικό, όμως ο Αρμοστής, Sir Henry George Ward, ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου για τον Ιούλιο του 1851.
Στις 2 Οκτωβρίου 1851 ξανασυνελήφθησαν οι Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος και Ιωσήφ Μομφεράτος, και εξορίσθηκαν οι Ζακύνθιοι βουλευτές Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Στ. Βούρτσης και Δημήτριος Καλλίνικος.
Στις 10/22 Δεκεμβρίου 1851 διαλύθηκε το Κοινοβούλιο και προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέου.
Μετά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο Θ΄ Κοινοβούλιο ο Αρμοστής επιδίωξε να αποδυναμώσει τους Ριζοσπάστες στρεφόμενος στο Μεταρρυθμιστικό Κόμμα. Για το λόγο αυτό προέβη σε αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων, περιορίζοντας τον αριθμό των εκλογέων και διαγράφοντας πολλούς οπαδούς του Ριζοσπαστισμού. Οι εκλογές διεξήχθησαν σε κλίμα βίας. Στη Ζάκυνθο ο Έπαρχος Νικόλαος Λούντζης, που είχε λάβει εντολή από τη Γερουσία να εξαναγκάσει τους υπαλλήλους να ψηφίσουν τους Κυβερνητικούς, αφού τους διάβασε την παραπάνω εντολή, τους προέτρεψε να ψηφίσουν κατά συνείδηση. Για το λόγο αυτό «απαλλάχθηκε» από τα καθήκοντά του.
Το νέο Κοινοβούλιο άρχισε τις εργασίες του στις 14/26 Φεβρουαρίου 1852 με τους Μεταρρυθμιστές να διαθέτουν συντριπτική πλειοψηφία. Οι μόνοι Ριζοσπάστες ήταν οι πέντε βουλευτές Ζακύνθου Γεώργιος Βερύκιος, Ναθαναήλ και Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Ιωάννης Λισγαράς και Γουλιέλμος Μινώτος. Οι Φραγκίσκος Δομενεγίνης και Ιωάννης Λισγαράς βρίσκονταν εξόριστοι στα Αντικύθηρα και στους Οθωνούς αντίστοιχα. Ως ένδειξη διαμαρτυρίας οι Ναθαναήλ Δομενεγίνης και Γουλιέλμος Μινώτος αποχώρησαν από το Κοινοβούλιο χωρίς να δώσουν όρκο. Μετά από αναπληρωματικές εκλογές στη Ζάκυνθο αναδείχτηκαν στις θέσεις τους οι Ερμάννος Λούντζης και Κωνσταντίνος Λομβάρδος, Ριζοσπάστες επίσης. Το 1855 διορίστηκε Αρμοστής ο Sir John Young και το 1856 προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη του ΙΑ΄ Κοινοβουλίου.
Τον Φεβρουάριο του 1857 άρχισε τις εργασίες του το ΙΑ΄ Κοινοβούλιο, με κύριο θέμα τις εκλογές της Κεφαλονιάς, όπου λόγω αποχής των Ριζοσπαστών είχαν εκλεγεί μόνο κυβερνητικοί βουλευτές, χωρίς να αντικατοπτίζεται έτσι η επιθυμία του λαού. Το συγκλονιστικό γεγονός που τάραξε το Κοινοβούλιο, ωστόσο, ήταν η αποκάλυψη ότι η «Προστασία» είχε ετοιμάσει σχέδιο μετατροπής της Κέρκυρας και των Παξών σε αγγλική κτήση και την παραχώρηση των υπολοίπων νησιών στην Ελλάδα. Στις 22 Μαΐου/3 Ιουνίου 1857 έφερε το θέμα στη Βουλή ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος, και στη συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου/2ας Ιουλίου δόθηκε η αφορμή να διακηρυχθεί από το Κοινοβούλιο η επιθυμία της Ένωσης. Αντιλαμβανόμενοι την όξυνση της κατάστασης οι Άγγλοι έστειλαν τον Νοέμβριο του 1858 τον William Ewart Gladstone στα Επτάνησα για να διερευνήσει την κατάσταση.
Εν τω μεταξύ η “Daily News” του Λονδίνου δημοσίευσε το σχέδιο μετατροπής της Κέρκυρας και των Παξών σε αγγλική κτήση, προκαλώντας αναστάτωση όχι μόνο στα Ιόνια νησιά, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και αναγκάζοντας την Αγγλική κυβέρνηση σε αναδίπλωση.
Ο Gladstone είχε επαφές με τοπικούς άρχοντες στα Επτάνησα και τον Ιανουάριο του 1859 έγινε έκτακτος Αρμοστής, υποσχόμενος συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Την ίδια περίοδο στο Ριζοσπαστικό Κόμμα εμφανίστηκαν δύο ρεύματα: οι «ενωτικοί» υπό τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο διεκήρυτταν ότι η ένωση ήταν ο μοναδικός σκοπός του Ριζοσπαστισμού, ενώ οι «ορθόδοξοι ριζοσπάστες» προέβαλαν ταξικά αιτήματα και τοποθετούσαν την ένωση μέσα στα πλαίσια της λαϊκής κυριαρχίας. Όπως και να έχει στις 5 Φεβρουαρίου 1859 ο Gladstone μετέφερε την αρνητική απάντηση της Βασίλισσας Βικτωρίας, ως προς την ένωση και το Κοινοβούλιο από τη μεριά του καταψήφισε τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Gladstone, ο οποίος αναχώρησε στα τέλη Φεβρουαρίου για την Αγγλία.
Μετά τον Gladstone, Αρμοστής διορίστηκε ο Sir Henry Storks, τελευταίος Βρεταννός Αρμοστής στα Ιόνια νησιά. Από την αρχή της θητείας του φάνηκε ότι δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια συνεννόησης ανάμεσα στον Storks και στο Κοινοβούλιο, καθώς ο πρώτος έλυνε όλες τις διαφωνίες που ανέκυπταν με αναστολή των εργασιών του Κοινοβουλίου.
Κατά την τρίτη σύνοδο του ΙΑ΄ Κοινοβουλίου στις 17 Φεβρουαρίου/1η Μαρτίου 1861, προτάθηκε να γίνει δημοψήφισμα για την Ένωση, ενώ ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος πρότεινε να απευθύνει το Κοινοβούλιο έκκληση προς τους αντιπροσώπους των λαών, τις κυβερνήσεις και τους ανθρωπιστές της Χριστιανικής Ευρώπης για να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση του εθνικού πόθου των Επτανησίων. Ως απάντηση ο Αρμοστής φρόντισε να ανασταλούν και πάλι οι εργασίες του Κοινοβουλίου, όμως οι Λομβάρδος και Βερύκιος έθεσαν το ζήτημα της Ένωσης και στο ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο ενημέρωσε το αντίστοιχο βρεταννικό ότι ήταν πρόθυμο να αποδεχτεί την Ένωση.
Τον Φεβρουάριο του 1862 συγκροτήθηκε το ΙΒ΄ Κοινοβούλιο. Ακολουθώντας τις απόψεις των Ενωτικών το Κοινοβούλιο καταδίκασε σαν αντεθνική κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του Συντάγματος, με το αιτιολογικό ότι έτσι παρατεινόταν η «Προστασία». Ταυτόχρονα η επανάσταση του 1862 και η έξωση του Όθωνα μετέβαλε τα δεδομένα. Στις 10 Δεκεμβρίου 1862, έπειτα από επίσημη ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας Lord Russell, ο Χαρίλαος Τρικούπης, επιτετραμμένος της Ελλάδας στο Λονδίνο τότε, ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η Βασίλισσα της Αγγλίας δεχόταν να προτείνει στις Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του 1815, την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, με τον όρο το ελληνικό πολίτευμα να είναι σύμφωνο με τις αρχές που είχε διακηρύξει η Προσωρινή Κυβέρνηση και να εκλεγεί βασιλιάς αρεστός σε αυτή.
Στις 25 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1863 ο Αρμοστής Storks διέλυσε το Κοινοβούλιο. Είχε προηγηθεί την 1η Αυγούστου του ιδίου έτους συνδιάσκεψη στο Λονδίνο του Υπουργού Εξωτερικών της Βρεταννίας με τους Πρεσβευτές της Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και Ρωσίας, όπου δήλωναν ότι δέχονταν το σχέδιο της Ένωσης.
Στη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου/5ης Οκτωβρίου ο Πρόεδρος του ΙΓ΄ Κοινοβουλίου Στέφανος Παδοβάς, έχοντας δίπλα στην προεδρική έδρα την ελληνική σημαία, διάβαζε το Ψήφισμα για την Ένωση.
Στις 14 Νοεμβρίου 1863 οι εκπρόσωποι των πέντε Δυνάμεων υπέγραψαν συνθήκη αναγνώρισης της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα, υπό καθεστώς ουδετερότητας. Όρος που τελικά ανατράπηκε μερικώς ύστερα από προσπάθειες του Τρικούπη.
Έτσι στις 21 Μαΐου/2 Ιουνίου 1864 ο Αρμοστής Storks παρέδωσε τα Ιόνια Νησιά στον έκτακτο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρασύβουλο Ζαΐμη. Κατόπιν ο Storks συνάντησε τον Γεώργιο Α΄ στο Κατάκωλο και του παρέδωσε τη μεγάλη σημαία του Ιονίου Κράτους. Οι Πληρεξούσιοι της Επτανήσου που εκλέχθηκαν με μυστική, καθολική ψηφοφορία έγιναν δεκτοί σε πανηγυρική συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στις 22 Ιουλίου/3 Αυγούστου. Ο διακαής πόθος των Επτανησίων είχε γίνει πραγματικότητα.