Δείτε την ψηφιακή έκθεση "Γρηγόριος Ξενόπουλος: 70 χρόνια από το θάνατό του"

Το Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 70 χρόνων από τον θάνατό του Γρηγορίου Ξενόπουλου: 14 Ιανουαρίου 1951, οργανώνει θεματικό ψηφιακό αφιέρωμα.

 Σε όλο το διάστημα από 18/1/2021 έως 26/1/2021, θα αναρτώνται δημοσιεύσεις σε όλες τις Ψηφιακές Πλατφόρμες και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης του Μουσείου. Οι αναρτήσεις θα δίνουν την ευκαιρία στους επισκέπτες-followers να ανακαλύψουν τα προσωπικά αντικείμενα του Ξενόπουλου που εκτίθενται στην προθήκη του συγγραφέα, η οποία βρίσκεται στην Πτέρυγα των Επιφανών Ζακυνθίων και στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή και προέρχονται από τις δωρεές της αδελφής του Χαρίκλειας Ξενοπούλου (1968) και της κόρης του Ευθαλίας Ξενοπούλου – Νάτσιου (1981, 1982).

Η συγκεκριμένη ψηφιακή έκθεση αποτελεί την έναρξη της παράλληλης δράσης «Επιφανείς Ζακυνθινοί στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος», που εντάσσεται στο επετειακό πρόγραμμα του Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων: «Ζάκυνθος 1821-2021».

 

Περισσότερα για την ζωή και το έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου εδώ: http://www.zakynthos-museumsolomos.gr/grigorios-xenopoulos.html

 

 

#Xenopoulos70

 

Απόσπασμα από το τελευταίο δημοσιευμένο διήγημα στη «Νέα Εστία», 1 Ιανουαρίου 1951: «Τρεις λέξεις τρεις τάξεις». Στο επόμενο τεύχος το περιοδικό ανάγγειλε το θάνατό του:

            «….Μάνα, Μητέρα, Μαμά, τρία συνώνυμα, ένα για καθεμιά από τις τρεις κοινωνικές τάξεις, την ανώτερη, τη μεσαία, την κατώτερη. Η Ούρσουλα, κοπέλα του λαού, φώναζε την κυρ Αγγελική μάνα. Τη δική του ο Στέφανος τη φώναζε μητέρα, γιατί ναι μεν ο πατέρας του ήταν πλούσιος, αλλ΄ από την εμπορική τάξη, χωρίς άρμες και χωρίς φέουδα, που τα είχαν μόνο οι αριστοκράτες. Το ίδιο μητέρα ήθελε να φωνάζουν τη δική τους και τα Τρικαρδόπουλα. Αλλ΄ η κυρ Αγγελική κι η Ούρσουλα, οι γειτόνισσες, που αντιπροσώπευαν την κοινωνία, δεν τους το συγχωρούσαν. Μπορεί μια φορά να ήταν πλούσια κι η οικογένεια εκείνη, που της έμεινε το παλιό, μεγάλο αρχοντικό πες σπίτι, μα σήμερα ήταν φτωχή. Αλήθεια , έρχουνταν μέρες που δεν είχε να φάει ψωμί Κανένα λοιπόν δικαίωμα να λέει μητέρα αντί μάνα’ καλά που δεν έλεγε και μαμά την κουρελού την Τρικαρδίνα, όπως είχε πει η Ούρσουλα!....

…Πέρασαν χρόνια αμέτρητα. Στα ξένα πάντα, με την υπέργηρη μητέρα του , ο Στέφανος, που έχουν ασπρίσει πια οι κρόταφοί του, είναι ανύπαντρος και δυστυχισμένος. Για να ευτυχούσε θα ‘πρεπε να πάρει ή την Ούρσουλα ή τη Ρόζα. Μα που δεν τον ήθελε –το θυμάστε- καμιά;

Μια μέρα, που συλλογιόταν αυτό, και πολλά άλλα θλιβερά της ζωής του, είπε αυθόρμητα, χωρίς να το καταλάβει:

-Αχ, μ ά ν α μου!

Έπειτα κατάλαβε, ανανοήθηκε, ανατρίχιασε.

Ορίστε! είπε κι αυτός τη Μητέρα του Μ ά ν α, όπως θα ‘πρεπε, όπως θα ταίριαζε να τη λέει τώρα  καθώς κατάντησε. Πώς τη Μητέρα της η Ρόζα τώρα την έλεγε Μαμά; Πώς την πεθερά της η Ούρσουλα Μητέρα; Έτσι κι αυτός τη δική του, Μάνα άχ, μάνα μου!

Οι καταστάσεις των ανθρώπων άλλαζαν, αλλά και ο κοινωνικός νόμος έμενε πάντα ο ίδιος: Τρία συνώνυμα, τρεις τάξεις, ένα για την καθεμιά, αυστηρά, απαράβατα, σκληρά, αμείλικτα.

Κι ‘ εναργέστερα από κάθε άλλη φορά , ξαναείδε μπροστά του το ζακυθινό καντούνι.

Μάης μήνας, ντάλα μεσημέρι. Ο δρομάκος ηλιόλουστος, εκτός από μια στενή λουρίδα σκιάς στη μιαν άκρη, όπου μόλις χωρούσε να περπατεί ένας άνθρωπος. Και περπατούσε αυτός, γυρίζοντας στο σπίτι του για να φάει.

Να, η βαρειά καμπάνα του Αγίου – πώς την ακούει! – χτυπά από ψηλά μεσημέρι, κι΄ ο νέος βγάνει να κουρδίσει το ρολόι του.

Φτάνει έτσι μπροστά στο χαμώι της Ούρσουλας. Κι ακούει την κυρ Αγγελική, από την πόρτα της, να λέει για τους αντικρινούς: - ξαφνικό να τους έρθει ! Δεν έχουν ψωμί να φάνε, και τη Μ ά ν α τους τη λένε Μ η τ έ ρ α. Καλά που δεν τη λένε και Μ α μ ά, συμπληρώνει προστρέχοντας η μικρή Ούρσουλα. Κι ο Στέφανος τις χαιρετά και περνάει γελώντας, χωρίς να φαντάζεται πως είχε ακούσει κάτι που θα το θυμόταν για πάντα, και που θα επηρέαζε τη ζωή του την ίδια.

Από την ημέρα εκείνη, τη Μητέρα του την έλεγε Μάνα.

Αθήναι, Δεκέμβρης 1950»

 

Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΩΘΙ ΔΩΡΕΕΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ:

 

Α) Έτος 1965: Ο Νικόλαος Βαρβιάνης παραδίδει σειρά φωτογραφιών, που τραβήχτηκαν με δαπάνη του Μουσείου από τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ξενόπουλου, έργο του γλύπτη Σαφιολάκη, στη συνοικία του Άμμου, στις 30 Ιουλίου 1961.

Β) Έτος 1968: Τότε πραγματοποιείται η δωρεά της αδελφής του, Χαρίκλειας Ξενοπούλου. Απ’ αυτή προέρχονται: η προσωπογραφία, φιλοτεχνημένη από την ίδια και προσωπικά του αντικείμενα.

Γ) Έτος 1968: το Θεατρικό Μουσείο δωρίζει στο Μουσείο Σολωμού αυθεντικές φωτογραφίες από θεατρικές παραστάσεις έργων του Ξενόπουλου.

Δ) Έτος 1979: Ο Αντώνιος Καρδιανός δωρίζει μαζί με άλλα αντικείμενα, δύο ελαιογραφίες σε γυαλί, έργα της αδελφής του Χαρίκλειας.

Ε) Έτος 1981: Πραγματοποιείται η δωρεά της κόρης του Ευθαλίας Ξενοπούλου - Νάτσιου. Απ’ αυτή προέρχονται: η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ξενόπουλου με το μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, οι τρεις οικογενειακές φωτογραφίες μέσα σε κοινό πλαίσιο της προθήκης  και το εκμαγείο του προσώπου και του δεξιού χεριού, έργα του γαμπρού του, γλύπτη Χριστόφορου Νάτσιου.

ΣΤ) Έτος 1982: η Ευθαλία δώρισε τις βέρες του.

Ζ) Έτος 1983: Ο Σύνδεσμος Μελών Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας, δωρίζει επιστολή με ημερομηνία 22/6/1883, του δεκαεξαετή Γρηγορίου Ξενόπουλου προς το συμμαθητή του Διον. Κλάδη, που περιέχει λόγους παραμυθίας για το θάνατο του πατέρα του (πρώιμη γραφή σε άπταιστη καθαρεύουσα).

Η) Έτος 2002: Ο Σταμάτιος Δέγλερης, ο οποίος είχε εργαστεί στα ορεινά της Ζακύνθου ως επιβλέπων Υπομηχανικός στο Τάγμα Μηχανικού, που είχε αναλάβει την ανοικοδόμηση της Ζακύνθου μετά τους σεισμούς του 1953, δωρίζει τα χειρόγραφα, που είχαν περιέλθει στην κατοχή του από παλαιοβιβλιοπωλείο που κατεδαφίστηκε επί παρόδου της οδού Ακαδημίας.

 

 

Θ) Έτος 2016: Τρία σκίτσα της Ελένης Γούναρη για το πρόγραμμα του συνεδρίου που οργάνωσε η Εταιρεία ΠΛΑΤΥΦΟΡΟΣ με θέμα: «Γρ. Ξενόπουλος. 50 χρόνια μετά…», 16-18 Νοεμβρίου 2001, τα οποία δώρισε η εικαστικός στο Μουσείο μετά το τέλος της ατομικής της έκθεσης με τίτλο: «ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ», που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2015.

Στην Βιβλιοθήκη - Αρχείο του Μουσείου υπάρχουν παλαιές και νεώτερες εκδόσεις προερχόμενες από τη Βιβλιοθήκη του Μαρίνου Σιγούρου, καθώς και τα χειρόγραφα που προέρχονται από τη Δωρεά Σταματίου Δέγλερη.

Στη αφίσα παρουσιάζεται το σκίτσο με μολύβι της αδελφής του Χαρίκλειας Ξενοπούλου, με αριθμό καταγραφής Μ.Σ.1968.7.101. Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1951, έχει διαστάσεις 55χ47 εκ. και δωρίθηκε στο Μουσείο από την Χαρίκλεια το 1968 μαζί με διάφορα άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Το έργο δεν αποτελεί μια φωτογραφική απόδοση της μορφής του Ξενόπουλου, αλλά παρουσιάζει όλη την ευγένεια, την αρχοντιά και την τρυφερότητα της ψυχής του, από έναν άνθρωπο που ζούσε μαζί του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Στο έργο φαίνονται και οι βέρες του Ξενόπουλου, τις οποίες δώρισε στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων το 1982, η κόρη του Ευθαλία.

Φωτογραφίες από τη δωρεά της κόρης του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Ευθαλίας Ξενοπούλου – Νάτσιου, που έγινε το 1981. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τρεις οικογενειακές φωτογραφίες: α) ο Ξενόπουλος με τη δεύτερη σύζυγο σύζυγό του Τίτα Γ. Κανελλοπούλου (1879-1942), β) η σύζυγος με τις δύο κόρες του, Λουλούκα και Κάκια γ) η δεύτερη σύζυγος του Ξενόπουλου, Τίτα Γ. Κανελλοπούλου. Εκτίθενται και οι τρεις μέσα σε κοινό πλαίσιο στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Οι βέρες του ζεύγους Ξενόπουλου, από τη δωρεά της κόρης τους, Ευθαλίας Ξενοπούλου – Νάτσιου, που έγινε το 1982. Στην επιστολή της προς το Μουσείο, η δωρήτρια τις περιγράφει ως: «τα δακτυλίδια του πατέρα μου, τα οποία εσωτερικά δεν φέρουν σκαλισμένο το όνομά τους γιατί δεν θέλησαν να τα ξαναβγάλουν από τα χέρια τους και αυτό δείχνει τη γνησιότητά τους». Εκτίθενται στην προθήκη του Γρηγορίου Ξενόπουλου που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Φωτογραφία από τη δωρεά της κόρης του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Ευθαλίας Ξενοπούλου – Νάτσιου, που έγινε το 1981. Ο συγγραφέας σε μεγάλη ηλικία. Εκτίθεται στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

H πίπα και το σταχτοδοχείο από φίλντισι του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από τη δωρεά της αδελφής του συγγραφέα, Χαρίκλειας που έγινε το 1968. Εκτίθενται στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Πετσέτα και μεταλλική εγχάρακτη πετσετοθήκη του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από τη δωρεά της αδελφής του, Χαρίκλειας που έγινε το 1968. Εκτίθεται στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Μαχαιροπίρουνα από το σερβίτσιο τις οικογένειας του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από τη δωρεά της αδελφής του, Χαρίκλειας που έγινε το 1968. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζονται ένα κουτάλι κομπόστας, ένα κουτάλι σούπας, ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι. Εκτίθεται στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμούκαι Επιφανών Ζακυνθίων.

Η μεταλλική βάση του ποτηριού του Γρηγορίου Ξενόπουλου, με χαραγμένο το όνομα του, από τη δωρεά της αδελφής του, Χαρίκλειας που έγινε το 1968. Εκτίθεται στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Δύο πενόξυλα, δύο πενίτσες, ένα μολύβι και ο χαρτοκόπτης του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από τη δωρεά της αδελφής Χαρίκλειας που έγινε το 1968. Εκτίθενται στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Το εκμαγείο του προσώπου και του δεξιού χεριού του Γρηγορίου Ξενόπουλου, έργα του γαμπρού του, γλύπτη Χριστόφορου Νάτσιου (1903-1977), από τη δωρεά της κόρης του Ευθαλίας Ξενοπούλου – Νάτσιου, που έγινε το 1981. Εκτίθενται και τα δύο στην προθήκη του συγγραφέα που βρίσκεται στην Αίθουσα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Ο Χριστόφορος Νάτσιος σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. κοντά στο Γ. Ιακωβίδη, το Δ. Γερανιώτη, το Σπ. Βικάτο, το Γ. Ροϊλό, τον Ε. Θωμόπουλο, και τον Π. Μαθιόπουλο, ενώ από το 1945 μέχρι το 1948 συνεργάστηκε σαν εικονογράφος στη Διάπλαση των Παίδων.

Στα 1896 αρχίζει τη συνεργασία του με τη «Διάπλαση των Παίδων.» Στα 1901 κάνει το δεύτερο γάμο του με την Τίτα Κανελλοπούλου, ανιψιά κι αναθρεφτή του ιδρυτή και ιδιοκτήτη του περιοδικού. Στο θέατρο εμφανίστηκε το 1895 με το έργο «Ο Ψυχοπατέρας». Συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κ. Χρηστομάνου καθώς και με τις δύο πρωταγωνίστριες της θεατρικής σκηνής, την Κυβέλη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Από το σημαντικό θεατρικό έργο του, επηρεασμένο από την Ιψενική δραματουργία, ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων Το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας (1904), η Στέλλα Βιολάντη (1909) και το Ψυχοσάββατο (1911).

Η πρώτη σελίδα από το «Το Μυστικό της Βαλέραινας», από το Αρχείο του Μουσείου, δωρεά Σταματίου Δέγλερη.

Με Το Φιόρε του Λεβάντε, τον Πειρασμό, τη Φωτεινή Σάντρη, τον Ποπολάρο, κατάφερε πραγματικά ν’ αναπτύξει θεατρικά και αισθητικά το ελληνικό κοινό, ώστε να εξομοιωθεί με το ευρωπαϊκό πνεύμα και ν’ αποτελέσει, σε ένα μεγάλο μέρος του, ένα κοινό με σοβαρές απαιτήσεις από το θέατρο.

Ανακοίνωση του Κινηματοθεάτρου LUX στη Ζάκυνθο για την παράσταση του «Φιόρου του Λεβάντε» από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Στα θεατρικά έργα του θα διαπιστώσουμε την ανατομία της ταξικής ζακυνθινής νοοτροπίας και διαστρωμάτωσης, θα χαρούμε τα υπολείμματα του βενετσιάνικου λεξιλογίου, θα συναντήσουμε φιγούρες με ευρωπαϊκή φινέτσα, παιδεία, μουσικό λόγο, μέσα από ποικιλία χαρακτήρων, σκηνικών και σκηνογράφων.