Ο Λάμπρος

H σύνθεση του Λάμπρου ξεκινά το 1824 (στο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 12, φφ 3β-25α), και διακόπτεται το 1826 για να συνεχιστεί αργότερα, χωρίς όμως ποτέ να ολοκληρωθεί. Το ποίημα είναι ρομαντικό, βυρωνικής έμπνευσης, με πρωταγωνιστή έναν αντιφατικό, τραγικό, ήρωα, τον Λάμπρο, ο οποίος συνδυάζει όψεις του Καλού και του Κακού: ευγενική φύση και ανδρείος πολεμιστής αλλά, συγχρόνως, άνθρωπος με επιλήψιμη ερωτική συμπεριφορά και εφιαλτικός ως πατέρας. Η υπόθεση του ανολοκλήρωτου και αποσπασματικά δουλεμένου από τον Σολωμό ποιήματος έχει ως εξής –σύμφωνα με τη χρήσιμη ανασυγκρότησή της από τον πρώτο εκδότη του σολωμικού έργου, τον Πολυλά:

«Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρία, δεκαπέντε χρονών κόρη, τάζοντάς της να τη στεφανωθεί, κι έλαβε μ’ αυτή τέσσερα τέκνα, μία θυγατέρα και τρία αρσενικά, και τα έριξε εις ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνοι είχαν περάσει, κι εζούσε η Μαρία εις το σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη, και την εμάραινε η ατιμία της και, ακοίμητη μέριμνα, η άγνωστη τύχη των παιδιών της. Εις αυτό εφαίνετο αδιάφορος ο Λάμπρος και αναίσθητος εις τον πόνο της δυστυχισμένης μητρός· και εις εκείνες τες ημέρες, τούτος ο κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος άνδρας, ενωμένος με τους Έλληνες επολεμούσε τον Αλή Πασά, παρακινούμενος και από τα δίκαια των Ελλήνων και από την επιθυμία να εκδικήσει τον θάνατο ενός ιερομονάχου, αδελφού της Μαρίας, τον οποίον είχε κάψει ζωντανόν ο τύραννος της Ηπείρου. [...] Εις το στρατόπεδο, όπου ήταν ο Λάμπρος, κι ενώ αυτός με τη φυσική δύναμη του λόγου του ενθουσίαζε τους συντρόφους του, παρουσιάζεται ένας νέος, Τούρκος, και τους ειδοποιεί ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται, εις έναν διορισμένον καιρό και τόπο να τους στήσουν καρτέρι για να τους καταστρέψουν. Μετά ταύτα ο νέος δείχνει ότι κάτι άλλο έχει να φανερώσει μυστικά του Λάμπρου, του οποίου μιλεί άφοβα, επειδή εκείνος τον εφύλαξε από την οργή των άλλων πολεμιστάδων όταν επαρουσιάσθηκε εις το στρατόπεδο· του ξεσκεπάζεται ότι είναι κόρη και ότι εμίσησε τους ομογενείς της αφού τους είδε να θυσιάσουν μία Χριστιανή φιλενάδα της, αγάπησε τους Χριστιανούς μόλις είδε πόσον ήσυχα εκείνη η νέα επήγαινε εις τον θάνατο, και ενθυμούμενη πόσα αυτή της έλεγε για τη δύναμη του Σταυρού, παρακαλεί τον Λάμπρο, για το καλό που τους έκαμε εκείνη την ημέρα, να τη βαφτίσει. Η ωραιότης της κόρης και η ευαισθησία της εμπνέουν του Λάμπρου σφοδρότατον έρωτα· και γλήγορα κατορθώνει να πλανέσει το αδύνατο και αισθαντικό κοράσι, καθώς είχε απατήσει πολλές άλλες η μαγευτική χάρη του τρόπου και της ομιλίας του. Ποτέ όμως, μέσα εις καμίαν άλλη αγκαλιά, δεν είχε αισθανθεί ο Λάμπρος τόσο βαθιά να ταραχθεί η συνείδησή του· και μίαν ημέρα, ενώ εκοίταζε τα χαριτωμένα κινήματα της κόρης οπού εμιλούσε, ξανοίγει εις τη δεξιά της παλάμη αιματώδη σταυρό, και εις το λαιμό της πλεξίδα, τα ίδια γνωρίσματα τα οποία είχε κάμει της θυγατρός της η Μαρία, όταν αυτός έμελλε να την αρπάξει για πάντα από την μητρικήν αγκάλη. Σέρνει ο Λάμπρος φωνή φρίκης, και η δυστυχισμένη νέα από το στόμα του πατρός της μαθαίνει την ανέκφραστη συμφορά της [...]». Η συνέχεια θα είναι τραγική: η κόρη θα πνιγεί στη λίμνη, η Μαρία θα διαισθανθεί τη συμφορά και, όταν η διαίσθηση θα επιβεβαιωθεί, θα τρελαθεί και θα πνιγεί και η ίδια, ενώ ο Λάμπρος, συντριμμένος από τις τύψεις, θα αυτοκτονήσει: «Ο Λάμπρος απελπισμένος γκρεμίζεται από ένα βράχο και πέφτει εκεί όπου είχε καταποντιστεί η θυγατέρα του. Τέλος, αυτού φθάνει και η Μαρία, τρελή, και θαρρώντας ότι τα βάθη της λίμνης, όπου μέσα έβλεπε απαράλλακτα τον ουρανό, τα δέντρα και την πρασινάδα, ήταν άλλος κόσμος, και ελπίζοντας να ζήσει εις εκείνον ησυχότερα, ρίχνεται με χαρά εκεί μέσα και πνίγεται» (Πολυλάς, Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, Κέρκυρα [1859] 1998, 91-94).

Μολονότι η επεξεργασία του Λάμπρου στο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 12 μοιάζει να διακόπτεται το 1826, το ποίημα θα συνεχίσει να απασχολεί τον Σολωμό τουλάχιστον ως το 1834, με ενδιάμεσα διαλείμματα, και κάποια τμήματα του θα ολοκληρωθούν και θα δημοσιευτούν όσο ακόμα ο Σολωμός είναι εν ζωή και συχνά με τη δική του βούληση. Έτσι, ορισμένα τμήματα του Λάμπρου θα περιληφθούν στη Γραμματική του φίλου και συνεργάτη του Σολωμού Γκαετάνο Γκρασέτι, η οποία όμως θα κυκλοφορήσει τελικώς με μεγάλη καθυστέρηση (Gaetano Grassetti, Grammatica della lingua greca moderna seguita da un dialogo sopra la lingua e da un discorso sulla metrica, Μάλτα 1842), ενώ άλλα θα φθάσουν σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Ίσως το πιο γνωστό απόσπασμα είναι αυτό που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1834 στο πρώτο τεύχος του κερκυραϊκού περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία, ανώνυμα και χωρίς τίτλο αλλά με παραχώρηση του Σολωμού, και που σήμερα έχει τον τίτλο «Η δέηση της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου το εσπέρας της Λαμπρής» (απόσπασμα 25). Μετά τη δημοσίευση, ο Σολωμός σχεδιάζει να το εντάξει στο υπό συγκρότηση οκταμερές ποιητικό< Σύνθεμα του 1833-1834, προφανώς ως παράδειγμα αρνητικής ανθρώπινης συμπεριφοράς, αναφορικά με το αξονικό θέμα Έρωτας-Θάνατος του Συνθέματος: ο φιλήδονος χαρακτήρας του Λάμπρου και το δέσιμό του με τον υλικό κόσμο οδηγούν τόσο τον ίδιο όσο και τους ανθρώπους που συνδέονται ερωτικά μαζί του (την Μαρία, την κόρη τους) στην καταστροφή. Μετά την εγκατάλειψη του Συνθέματος 1833-1834, είναι πιθανό ότι ο Σολωμός σκέφτηκε να αξιοποιήσει θεματικό υλικό του ανολοκλήρωτου Λάμπρου και στο πλαίσιο της επεξεργασίας του Β´ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων πολιορκισμένων.

Εκδόσεις: Σχετικά με το ποίημα του Λάμπρου υπάρχει διαθέσιμη, εκτός από την έκδοση που επιμελήθηκε ο Πολυλάς στα Ευρισκόμενα (βλ. Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, Κέρκυρα [1859] 1998) και εκτός από τις «θυγατρικές» της επανεκδόσεις, η «φιλολογική έκδοση» του πρώτου σχεδίου του ποιήματος, με βάση το χειρόγραφο τετράδιο του Σολωμού (βλ. Λίνος Πολίτης, «Το πρώτο σχέδιο του “Λάμπρου”. Πρόδρομη φιλολογική έκδοση από το αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 12»· τώρα στο Λίνος Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, [1985] 1995, 442-489).