Ποιητής "κοινωνικός"

Γενικότερα, η ποίηση του Σολωμού είναι πολύ συχνά ποίηση ηθικοπλαστική και αναμορφωτική, μέσω της προβολής γεγονότων και προσώπων που παραδειγματίζουν την ενάρετη, θετική συμπεριφορά και της καταγγελίας γεγονότων και προσώπων που έχουν αρνητικό πρόσημο και χαρακτήρα. Εύγλωττα δείγματα αυτής της ποιητικής είναι τα μεταξύ τους σύγχρονα ποιήματα της «Φαρμακωμένης» (1826) και του σατιρικού «Όνειρου» (1826). Και τα δύο είναι γραμμένα με αφορμή πραγματικά γεγονότα. Η «Φαρμακωμένη» εκκινεί από το γεγονός της αυτοκτονίας μιας νεαρής ζακυνθινής που πληροφορήθηκε ότι ο αγαπημένος της ήταν παντρεμένος. Στόχος του Σολωμού είναι να αποκαταστήσει ηθικά την κόρη και να υποδείξει στην τοπική κοινωνία της Ζακύνθου την ευθύνη της. Από την άλλη, το σατιρικό «Όνειρο» έχει ως αφορμή το θάνατο και την κηδεία του ζακυνθινού πολιτικού Αντωνίου Μαρτινέγκου και στόχο να καυτηριάσει την φαυλότητα του χαρακτήρα του και, περιφερειακά, επιμέρους θέματα όπως η κοινωνική υποκρισία και η λατρεία του χρήματος. Και τα δύο ποιήματα κυκλοφόρησαν χειρόγραφα και είχαν ευρύτατη απήχηση. Μάλιστα η «Φαρμακωμένη» μελοποιήθηκε από τον Νικόλαο Μάντζαρο και έγινε δημοφιλής ως τραγούδι.

Η διαμάχη του Καλού με το Κακό, η απόδοση ποιητικής δικαιοσύνης, η ανάδειξη της θετικής συμπεριφοράς και ο καταγγελία της αρνητικής, θα αποτελέσουν σταθερούς θεματικούς άξονες του σολωμικού έργου, αναγνωρίσιμους και στα χρόνια της κερκυραϊκής περιόδου, δηλαδή από το 1828 και μετά. Έτσι, εμβληματική μπορεί να θεωρηθεί η απαρίθμηση των δίκαιων και των άδικων που επιχειρεί ο Ιερομόναχος Διονύσιος, ποιητική persona του Σολωμού στη «Γυναίκα της Ζάκυθος»: «7. “Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι;” Και συλλογίζοντας αυτό επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου, οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. 8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: “Τάχα να είναι πολλά;” 9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου. 10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση. 11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους. 12. Και ο νους μου αρχίνησε να ζαλίζεται, και τα σωθικά μου να τρέμουνε σα<ν> τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ, 13. και για τούτο ασήκωσα τα τρία μου έρμα, και έκαμα το σταυρό μου. 14. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στη<ν> τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον!, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα. 15. Και <ο> νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό έχει απάνου του. 16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλαφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα […]» (Τσαντσάνογλου 1991: 3-4). Μια έντονη κριτική διάθεση, η οποία όμως δεν φθάνει στην ύβρη, με δεδομένη την αναστοχαστική φράση του ίδιου του Ιερομόναχου, ο οποίος δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους θνητούς απέναντι στον Θεό: «<20.> Γιατί τα σώματα των άλλων τριώ ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχτούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα <21.> μαζί μ’ εμέ το Διονύ<σιο> τον Ιερομ<όναχο>, μαζί με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ, στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.» (Τσαντσάνογλου 1991: 51).