Γελαστικές σάτιρες για τον Ροΐδη

Στην αφιερωτική επιστολή προς τον Φόσκολο της συλλογής των Αυτοσχέδιων Στίχων, ο Στράνης (και ο Σολωμός) μνημονεύει την ύπαρξη κάποιων άλλων ιταλόγλωσσων ποιημάτων του Σολωμού, που είναι «κωμικά» («Αφήνω τους άπειρους κωμικούς στίχους, αφήνω πάρα πολλούς άλλους σοβαρούς που αυτοσχεδίασε […]»). Πρόκειται αναμφίβολα για τη σειρά από γελαστικές σάτιρες που έγραψε ο Σολωμός για τον Διονύσιο Ροΐδη: «La Nascita» («Η Γέννηση»), «L’Apoteosi» («Η Αποθέωση»), «Imitazione dello stile del Dionisio Roidi, Ι-ΙΙ» («Μίμηση του ύφους του Διονυσίου Ροΐδη, Ι-ΙΙ»), «Sonetto burlesco» (Σονέτο αστείο), «All’onorandissimo Dr. Dionisio C.te Roidi, I-II» («Προς τον εντιμότατο Δρ. Διονύσιο Κόντε Ροΐδη, Ι-ΙΙ»), κ.ά. O Ροΐδης θα αποτελέσει επίσης αντικείμενο σάτιρας τουλάχιστον τριών ελληνόγλωσσων –ή, ορθότερα, πολύγλωσσων– σατυρικών ποιημάτων του Σολωμού που έχουν τους τίτλους «Η Πρωτοχρονιά», «Το Ιατροσυμβούλιο» και η «Βίζιτα».

Σχετικά με το πρόσωπο του Ροΐδη και τις σολωμικές σάτιρες για αυτόν, οι οποίες συχνά γράφονταν σχεδόν αυτοσχεδιαστικά και με την παρουσία της ζακυνθινής παρέας, διαθέτουμε μια πολύ καλή μαρτυρία, από τον Ιάκωβο Πολυλά: «Διονύσιος ο Ροΐδης, τον οποίον πιστά ζωγραφίζουν τα εξής δύο σατυρικά αυτοσχεδιάσματα [=«Η Πρωτοχρονιά» και «Το Ιατροσυμβούλιο»], ήταν Ζακύνθιος καλά γεννημένος. Είχε σπουδάξει εις το Πατάβιον, όπου ακολούθησε τα φιλολογικά μαθήματα του Καισαρώτη, και έλαβε και τον στέφανο της Ιατρικής. Το πολύ το διάβασμα έκαμεν ώστε εις το μικρό του κεφάλι εγεννήθηκε η ιδέα ότι ήταν ένας μέγας νους, και εβάλθηκε να συγγράφει επιστημονικά και ποιητικά κάθε λογής. Με τούτο το φρόνημα εγύρισε εις την πατρίδα του, όπου η οικονομική του κατάσταση τον ανάγκασε να κάμει το δάσκαλο. επειδή, ως ιατρός, δεν επιτύχαινε εις καμία θεραπεία, εις τρόπον ώστε εγελούσεν ο ίδιος για την ιατρικήν επιστήμη. Εις την πατρίδα του επερνούσε ως σοφός, αλλά ιδιότροπος άνθρωπος. Άμα ο Σολωμός επέστρεψε εις τη Ζάκυνθο και επρωτογνώρισε τον Ροΐδη, εκατάλαβε ότι ήταν ένα άτομο μοναδικό εις το είδος του, και ότι έως τότε του είχε λείψει μόνον η αφορμή να φανερώσει όλα τα αξιογέλαστα ιδιώματά του. Ο Σολωμός άρχισε να του δείχνεται άκρος θαυμαστής του, και να του ανάβει τη δοξομανία του με τους πλέον κολακευτικούς τρόπους. μ’ όλον ότι δεν ημπορούσε, ούτε τον έμελε, να βαστάξει τα γέλια όταν ο Ροΐδης του εδιάβαζε τα συγγράμματά του. αλλά τούτος τυφλωμένος από τη φιλαυτία ελογάριαζε μονάχα τα παινέσματα. Αυτά, και η γενναιότης του Σολωμού, ο οποίος τον εβοηθούσε αδιάκοπα εις τες χρείες του, έκαμαν ώστε ο Ροΐδης εμακάριζε τον εαυτό του ότι εύρηκε τέλος τον άνθρωπον, οπού εννόησε το πνεύμα του και την προκοπή του. τον έλεγε il mio Nume (ο Θεός μου). Σιμά εις την αναποδιά του λογικού ο Ροΐδης είχε μιαν άκρα ηθική αναισθησία. δεν ήταν όμως όλως δι’ όλου γυμνός από κάθε χάρισμα. ήταν καρδιογνώστης και είχε ζωντανή, αν και παράξενη, φαντασία. – Η φιλία και οι κολακείες του Σολωμού τον έκαμαν να ξεσκεπάσει τολμηρά όλη τη φιλαυτία του και την καταφρόνεση, την οποίαν αισθάνετο κατάκαρδα για τους πλέον πνευματώδεις και προκομμένους συμπολίτες του, και να πεθάνει με την πεποίθηση, ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος της εποχής του.» (Πολυλάς 1859: 343-4).

Η σατιρική, γελαστική και συγχρόνως τρυφερή, ενασχόληση του Σολωμού με τον Ροΐδη περιελάμβανε και την κατάστρωση ενός σεναρίου σύμφωνα με το οποίο επινοήθηκε ένας φανατικός αντίπαλος/αντίζηλος του Ροΐδη στο πρόσωπο του καθολικού ιερέα Μαρόνε (padre Marone) –προσώπου κατά τ’ άλλα υπαρκτού, που έμενε στη Ζάκυνθο και είχε συναινέσει να εμφανίζει ως δικές του τις σολωμικές σάτιρες για τον Ροΐδη. Ο Μαρόνε λοιπόν έστελνε τις σάτιρες στον Ροΐδη και ο Ροΐδης απαντούσε επίσης με σάτιρες. Ο Σολωμός, πάλι, έπαιρνε δήθεν το μέρος του Ροΐδη, επαινούσε τα κείμενά του και τον εμψύχωνε. Για το πρόσωπο του Ρoΐδη και τη σχέση του με τον Σολωμό αποκαλυπτική είναι επιστολή του ίδιου του Σολωμού, γραμμένη πιθανότατα το 1824, προς τον Γεώργιο Δε Ρώσση: «Εδώ, αγαπητέ μου, με το Δημήτρη σου μιλάμε για το Ροΐδη, και μου ήρθε η όρεξη να σου γράψω γι’ αυτόν. Μάθε λοιπόν πως έχει καταντήσει ολότελα ηλίθιος, και αδύνατος σαν σκελετός. Δεν μπορεί, καθώς λέει, ν’ απαντήσει στον πάντρε Μαρόνε, κι αυτό ίσως τον έκαμε να πέσει σε βαριά μελαγχολία. Γι’ αυτό είναι μερικές μέρες τώρα που δεν κάνει άλλο παρά να μιλάει για φυλακή, για Βαστίλλη, και γι’ άλλα τέτοια πράματα, με χειρονομίες απίθανες και παράξενες, και μέσα στη Βαστίλλη μπάζει πρόσωπα να συνομιλούν και που σε κάνουν να σκάζεις στα γέλια. ύστερα, εκεί που δεν το περιμένεις, θρονιάζεται στο κάθισμα και δε μιλά σχεδόν όλο το πρωί. Δεν ξέρω τι να πω. εκεί που καθόταν καρφωμένος στην καρέκλα, τον ρώτησα αν είχε κανένα προαίσθημα πως θα πεθάνει, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του για να μου πει πως όχι, ύστερα όμως πάλι μου είπε πως ναι. Αν αυτό είναι αλήθεια και το καταλάβω γρήγορα, θα φροντίσω να του πάω στο νεκρικό κρεβάτι τον Καντούνη, για ν’ αποτυπώσει στο πανί αυτό το πρόσωπο που μου γέμισε με τόσο κέφι τη ζωή μου. Και η ακινησία της ζωγραφιάς δε θα ’ναι εκείνο που θα του μοιάζει το λιγότερο. Α, Γιώργη μου, αν πεθάνει, θα με βλέπεις να γελάω πολύ λίγο.» (Πολίτης 1991: 76).