Το τέλος

Ο Σολωμός έζησε στην Κέρκυρα για είκοσι οκτώ χρόνια, χωρίς να μετακινηθεί προς την Ελλάδα ή προς την Ευρώπη. Ακόμα και τα ταξίδια του στη Ζάκυνθο, για οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους, θα είναι μετρημένα (1831, 1833 και 1836/7). Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα, μετά τις μεγάλες (οικογενειακές) δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει, ο ποιητής λέγεται ότι ζει περισσότερο απομονωμένος από πριν. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει αποχή από την κοινωνική ζωή της πόλης, εφόσον μαρτυρείται η παρουσία του σε βραδιές αυτοσχεδιασμού, μαζί με τον ιταλό πρόσφυγα στην Κέρκυρα Ρεγκάλντι, καθώς και η συναναστροφή του με πρόσωπα όπως ο επίσης ιταλός πρόσφυγας Τομαζέο αλλά και ο άγγλος γραμματέας του Αρμοστή ιππότης Φραίζερ (John Fraser), στην κόρη του οποίου θα αφιερώσει ο Σολωμός το γνωστό επίγραμμα («Εις Φραγκίσκα Φραίζερ»), ενώ στον ίδιο τον Φραίζερ θα στείλει μιαν ιταλόγλωσση οκτάβα, εν είδει αποχαιρετισμού, όταν ο τελευταίος θα βρίσκεται πλέον πίσω στην Αγγλία. Ούτε, ασφαλώς, του έλειψαν οι παλιοί καλοί φίλοι, όπως για παράδειγμα ο Μαρκοράς και ο Τυπάλδος. Ή η σταθερή αλληλογραφία με τον αδερφό του Δημήτριο, με τον οποία συνδέεται το τελευταίο τραγικό γεγονός της οικογενειακής ζωής του Διονυσίου: η αυτοκτονία της κόρης του Δημητρίου Αγγέλικας, την παραμονή του γάμου της. Ένα ποιητικό ψυχογράφημα της κόρης ίσως κατά την κρίσιμη στιγμή της απόφασής της επιχειρούν οι στίχοι του Διονυσίου: «Στον καθρέφτη π’ ακέριαν εδέχτη / τη γλυκιά της παρθένας εικόνα / με του γάμου στολές και κορόνα / ρίχνει τρεις η παρθένα ματιές / τρεις κινώντας τριγύρου φορές» (Πολίτης 1971: 262).

Το φθινόπωρο του 1851 ο Σολωμός θα πάθει την πρώτη εγκεφαλική συμφόρηση, η οποία θα σημάνει την αρχή του τέλους. Ο Πολυλάς, που τον έζησε από κοντά, μαρτυρεί: «Αλλά ήδη άρχιζε να του ετοιμάσει το πρόσκαιρο τέλος μία ασθένεια, η οποία κατ’ αρχάς δεν τον επείραζε ειμή σωματικώς, αλλά, εις τους υστερινούς δύο χρόνους της ζωής του, εθάμπωνε κάποτε την λαμπρότητα του νοός του. Συχνά αισθάνετο ένα γενικό δείλιασμα, και για να το παύσει, ώστε να χαρεί πάλιν, καν προσωρινά, τη συνηθισμένη του ακατάπαυστη ζωηρότητα της πνευματικής ενεργείας, επρόστρεχε εις τα δυνατά πιοτά, και αυτή η κατάχρηση βέβαια αύξησε την δύναμη του πάθους […]» (Πολυλάς 1859: ν´). Θα ακολουθήσουν άλλα δύο εγκεφαλικά (το 1854 και το 1856) και το τρίτο θα είναι μοιραίο: ο Σολωμός θα πεθάνει το Σάββατο 9/21 Φεβρουαρίου του 1857. «Ο θάνατός του, αν και μη ανέλπιστος, εκαταθορύβησε όλην την πόλη της Κέρκυρας• με την πολυκαιρινή διαμονή του, όχι ολιγώτερο παρά με την φήμη του μεγάλου νοός και της σοφίας, ο Σολωμός είχε γίνει προ πολλού σεβαστός και κοσμαγάπητος. Ώστε τίποτε δεν ημπορούσε ωραιότερα να απαντήσει το κοινόν αίσθημα των Κερκυραίων, παρά η ομόφωνη απόφαση της Επτανησιακής Βουλής, η οποία ευθύς εδιάκοψε την συνεδρίαση, κηρύττοντας δημόσιον το πένθος• και η άλλη της τοπικής αρχής, να παύσουν τα δημόσια ξεφαντώματα της αποκρέω, να μείνει κλεισμένο το θέατρο, όσο το άψυχο σώμα του θρηνουμένου ανδρός εκείτετο ακόμη μετά των ζώντων. Και της ευαγγελικής ζωής του, η οποία ημπορούσε να ονομασθεί μία μυστική ακατάπαυστη πηγή της αγαθοσύνης, καθαρή αντανάκλαση εστάθηκε ο ενταφιασμός του, εις τον οποίον παρευρέθηκε όλος ο κλήρος, πολυάριθμος λαός από την πόλη και από τα προάστεια, και η εγχώρια μουσική• δώδεκα νέοι αυτοκάλεστοι, άλλοι εγκάρδιοι φίλοι του, άλλοι απλώς γνώριμοί του, εβαστούσαν, διαδεχόμενοι την πολυστέναχτη τιμή, το φέρετρο, κι εκρατούσαν τες πτέρυγες του μαύρου νεκρικού καλύμματος έξι σεβάσμιοι γέροντες, έως το κοιμητήρι των ορθοδόξων. Η γενική σιγή ενώ το ξόδι εδιάβαινε τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλης, και η σοβαρή λύπη εις όλα τα πρόσωπα, έδειχναν ότι σ’ εκείνη τη στιγμή όλος ο λαός συνέπνεεν εις ένα μόνον θεάρεστον αίσθημα, και ότι, επιδεχτικός του πλέον υψηλού ενθουσιασμού, επροσκυνούσε το μεγαλείον του νοός και της αρετής.» (Πολυλάς 1859: να´-νβ´).

Εκφωνήθηκαν επικήδειοι από τον Σπ. Μελισσηνό, τον Γεώργιο Μαρκορά, τον Αντώνιο Δάντολο, τον Αναστάσιο Ξυδιά, τον Ερμάννο Λούντζη Νεκρολογίες δημοσιεύτηκαν σε κερκυραϊκές, ζακυνθινές, ελλαδικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες. Γράφτηκαν επίσης, επιμνημόσυνα ποιήματα από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Μαρκορά, τον Πολυλά κ.ά. Είχε ήδη αρχίσει η εποχή της υστεροφημίας. Το 1865, με τη φροντίδα του Δημητρίου Σολωμού, θα γίνει η μετακομιδή των οστών του Διονυσίου στη Ζάκυνθο.