Παιδικά χρόνια στη Ζάκυνθο

Τον Ιούνιο του 1808 που ο Διονύσιος φεύγει για την Ιταλία είναι ακόμα παιδί, μόλις δέκα χρονών. Από το 1807 που πέθανε ο πατέρας του, ο ίδιος και ο Δημήτριος ζουν με τη νέα οικογένεια της μητέρας τους, την οικογένεια Λεονταράκη, στο σπίτι στην «Παλιά Βρύση», στη συνοικία της Αγίας Άννης, εκεί όπου είχαν γεννηθεί. Δεν ξέρουμε ποια θέση είχαν στην οικογένεια του κόντε Νικολάου Σολωμού τα δύο «φυσικά» παιδιά του. Όταν γεννιέται ο Διονύσιος έχουν ήδη φύγει από το σπίτι τα δύο νόμιμα παιδιά του κόντε –ο Ροβέρτος έχει παντρευτεί την Στυλιανή Μακρή και η Ελένη τον Στυλιανό Στραβοπόδη. Η πρώτη γυναίκα του Νικολάου, η Μαρνέτα Κάκνη, θα πεθάνει το 1799, δηλαδή λίγο μετά τη γέννηση του Διονυσίου. Από τη διαθήκη του Νικολάου αλλά και από τον τρόπο που, όσο ζούσε, φρόντισε για τη μόρφωσή τους φαίνεται ότι ο Διονύσιος και ο Δημήτριος θεωρήθηκαν εξαρχής μέλη της οικογένειας του πατέρα τους, τουλάχιστον ως έναν βαθμό. Πάντως, στη διαθήκη του Νικολάου είναι σαφής η μέριμνα για τα δύο «φυσικά» παιδιά του: σε αυτούς καθώς και στον πρωτότοκο γιο του Ροβέρτο αφήνει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, ενώ αποκληρώνει την κόρη του Ελένη. Επιπλέον, εκτός από τα κινητά και ακίνητα αγαθά που τους αφήνει, επιφορτίζει τους επιτρόπους τους, δηλαδή τον Διονύσιο Γαήτα, τον Βιντσέντσο Ρενώ και τον ανηψιό του Νικόλαο Μεσσαλά, να φροντίσουν για την παιδεία των ακόμα τότε ανήλικων «φυσικών» παιδιών του: «Πλην περικαλώ τους ηγαπημένους μου φίλους επιτρόπους, και τους δίνω άδειαν, ότι εάν εις το αναμεταξύ της εδουκατζιόν των φυσικών μου παιδιών, ο[=ή] εις τον τόπον ή και έξω από τον τόπον αποφασίσουν να τα στείλουν, καπιτάρουν υποστατικά της αρεσιάς τους, να ημπορούν ανεμποδίστως να τα αγοράζουν διά λογαριασμόν των αυτών παιδιών μου φυσικών, ομοίως και οι τρεις συνφώνως να ημπορούν να δανείζουν από αυτό το καπιτάλε εις ράτες καλές της αρεσιάν τους, δια να τραβούν αυτό το διάφορο εις κέρδος των αυτών παιδιών μου φυσικών. Και όταν αριβάρουν εις ηλικίαν χρονών είκοσι τέσσερων, να έχουν χρέος οι επίτροποι να τους κονσενιάρουν την οσίαν τους όλη εις την ελεύτερήν τους εξουσίαν, να κάνουν ως θέλουν και βούλονται. […]» (Πολίτης 1991: 573-4).

Κείμενο: Κατερίνα Τικτοπούλου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης